παρατεκταίνομαι: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(9) |
(6_14) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=paratektai/nomai | |Beta Code=paratektai/nomai | ||
|Definition=Med., prop. of timber, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">work into another form</b> : then, generally, <b class="b2">transform, alter</b>, <b class="b3">οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο</b> not even he could <b class="b2">make them any way else</b>, <span class="bibl">Il. 14.54</span> ; <b class="b3">αἶψά κε . . ἔπος παρατεκτήναιο</b> <b class="b2">could disguise, falsify</b> it, <span class="bibl">Od. 14.131</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. later in Act., <b class="b2">build besides</b>, οἰκίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>40</span>.</span> | |Definition=Med., prop. of timber, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">work into another form</b> : then, generally, <b class="b2">transform, alter</b>, <b class="b3">οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο</b> not even he could <b class="b2">make them any way else</b>, <span class="bibl">Il. 14.54</span> ; <b class="b3">αἶψά κε . . ἔπος παρατεκτήναιο</b> <b class="b2">could disguise, falsify</b> it, <span class="bibl">Od. 14.131</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. later in Act., <b class="b2">build besides</b>, οἰκίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>40</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρατεκταίνομαι''': μέσ., [[κυρίως]] ἐπὶ ξύλου, [[μετασχηματίζω]] εἰς [[ἄλλο]] [[σχῆμα]] ἢ μορφήν· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[μεταβάλλω]], ἀλλοιῶ, [[οὐδέ]] κεν ἄλλως [[Ζεὺς]] παρατεκτήναιτο, οὐδ’ αὐτὸς ὁ [[Ζεὺς]] θὰ ἠδύνατο νὰ τὸ κάμῃ κατ’ ἄλλον τινὰ τρόπον (τὸ ἄλλως [[εἶναι]] σχεδὸν πλεοναστ.), Ἰλ. Ξ. 54· αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, [[ἔπος]] παρατεκτήναιο, «παρατεχνήσαις, παρὰ τὴν ἀλήθειαν κατασκευάσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 131. ΙΙ. παρὰ μεταγενεστ., μετ’ ἐνεργ. σημασίας, οἰκοδομῶ [[προσέτι]], [[κατασκευάζω]], παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης (δηλ. ἧς πρότερον ᾤκει) Πλουτ. Πομπ. 40. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
Med., prop. of timber,
A work into another form : then, generally, transform, alter, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο not even he could make them any way else, Il. 14.54 ; αἶψά κε . . ἔπος παρατεκτήναιο could disguise, falsify it, Od. 14.131. II. later in Act., build besides, οἰκίαν Plu.Pomp.40.
Greek (Liddell-Scott)
παρατεκταίνομαι: μέσ., κυρίως ἐπὶ ξύλου, μετασχηματίζω εἰς ἄλλο σχῆμα ἢ μορφήν· ἀκολούθως καθόλου, μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, οὐδ’ αὐτὸς ὁ Ζεὺς θὰ ἠδύνατο νὰ τὸ κάμῃ κατ’ ἄλλον τινὰ τρόπον (τὸ ἄλλως εἶναι σχεδὸν πλεοναστ.), Ἰλ. Ξ. 54· αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο, «παρατεχνήσαις, παρὰ τὴν ἀλήθειαν κατασκευάσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 131. ΙΙ. παρὰ μεταγενεστ., μετ’ ἐνεργ. σημασίας, οἰκοδομῶ προσέτι, κατασκευάζω, παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης (δηλ. ἧς πρότερον ᾤκει) Πλουτ. Πομπ. 40.