ἐρείπιον: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
(13_6a)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1024.png Seite 1024]] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Ueberbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Ueberbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1024.png Seite 1024]] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Ueberbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Ueberbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324.
}}
{{ls
|lstext='''ἐρείπιον''': τό, ([[ἐρείπω]]), ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο [[ὅπερ]] ἔμεινε [[μετὰ]] τὴν καταστροφὴν πράγματός τινος, ἔστι γὰρ εἰκάσαι... τὸ [[ἐρείπιον]] «ῥάκει οἰκίας» Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11. 13, Ὀππ. Ἀλ. 5. 324: - ἀλλαχοῦ [[πάντοτε]] κατὰ πληθ., ναυτικὰ ἐρ., τεμάχια ναυαγίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 660, Ἀποσπ. 273, Εὐρ. Ἑλ. 1080. [[οὕτως]], θραύμασίν τ’ ερειπίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 425· [[ὡσαύτως]], οἰκημάτων, τειχέων, Ἡρόδ. 2. 154, 4. 124· δόμων Εὐρ. Βάκχ. 7· καὶ ἐρείπια μόνον ὡς παρ’ ἡμῖν, ἐν τοῖς Κιμωνίοις... ἐρειπίοις Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 4, πρβλ. Meineke ἐν Κωμ. 5. σ. 20· ἐρ. χλανιδίων, ῥάκη, τεμάχια ἐνδυμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 400· πέπλων Εὐρ. Τρ. 1025· νεκρῶν ἐρ., λείψανα, Σοφ. Αἴ. 308, Εὐρ. Ἀποσπ. 268: - ποιητ. λέξ. ἀπαντῶσα ἔν τινι [[πεζῇ]] Ἐπιγρ. 2700e, καὶ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 14.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρείπιον Medium diacritics: ἐρείπιον Low diacritics: ερείπιον Capitals: ΕΡΕΙΠΙΟΝ
Transliteration A: ereípion Transliteration B: ereipion Transliteration C: ereipion Beta Code: e)rei/pion

English (LSJ)

τό, (ἐρείπω)

   A fallen ruin, wreck, Arist.Rh.1413a6, Aristid. Or.49(25).42, Opp.H.5.324: generally in pl., ναυτικὰ ἐ. wreckage, A. Ag.660,Fr.274, E.Hel.1080 ; θραύμασίν τ' ἐρειπίων A.Pers.425; ruins, οἰκημάτων, [τειχέων], Hdt.2.154,4.124 ; δόμων E.Ba.7; ἐρείπια alone, ἐν τοῖς Κιμωνίοις ἐ. Cratin.151 ; ἐ. χλανιδίων fragments of garments, Trag.Adesp.7; πέπλων E.Tr.1025 ; νεκρῶν ἐ. dead carcasses, S.Aj.308, E.Fr.266.—Poet.and later Prose (exc. Arist.and Hdt.ll.cc.), D.H. 1.14,CIG2700e (Mylasa), Paus.10.38.13, Aristid. l.c., etc.

German (Pape)

[Seite 1024] τό, im sing. bei Arist. rhet. 3, 11 Opp. H. 5, 324, sonst plur., das Eingestürzte, Trümmer, ναυτικά Aesch. Ag. 646, wie Eur. Hel. 1080; ἐρειπίων θραύσματα, Stücke von Schiffstrümmern, Aesch. Pers. 417; δόμων, Häusertrümmer, Ruinen, Eur. Bacch. 7; Plut. Camill. 28 σκηνοῦντας ἐν ἐρειπίοις, u. a.Sp.; ἐν πέπλων ἐρειπίοις, Ueberbleibsel, Lumpen, Eur. Tr. 1025, wie λεπτῶν χλανιδίων Soph. frg. 400; ἐρείπια νεκρῶν, Ueberbleibsel, Leichen der getödteten Thiere, Ai. 301; ἐρ. ὠμηστῆρος Opp. Hal. 5, 324.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείπιον: τό, (ἐρείπω), ὡς καὶ νῦν, ἐκεῖνο ὅπερ ἔμεινε μετὰ τὴν καταστροφὴν πράγματός τινος, ἔστι γὰρ εἰκάσαι... τὸ ἐρείπιον «ῥάκει οἰκίας» Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11. 13, Ὀππ. Ἀλ. 5. 324: - ἀλλαχοῦ πάντοτε κατὰ πληθ., ναυτικὰ ἐρ., τεμάχια ναυαγίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 660, Ἀποσπ. 273, Εὐρ. Ἑλ. 1080. οὕτως, θραύμασίν τ’ ερειπίων Αἰσχύλ. Πέρσ. 425· ὡσαύτως, οἰκημάτων, τειχέων, Ἡρόδ. 2. 154, 4. 124· δόμων Εὐρ. Βάκχ. 7· καὶ ἐρείπια μόνον ὡς παρ’ ἡμῖν, ἐν τοῖς Κιμωνίοις... ἐρειπίοις Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 4, πρβλ. Meineke ἐν Κωμ. 5. σ. 20· ἐρ. χλανιδίων, ῥάκη, τεμάχια ἐνδυμάτων, Σοφ. Ἀποσπ. 400· πέπλων Εὐρ. Τρ. 1025· νεκρῶν ἐρ., λείψανα, Σοφ. Αἴ. 308, Εὐρ. Ἀποσπ. 268: - ποιητ. λέξ. ἀπαντῶσα ἔν τινι πεζῇ Ἐπιγρ. 2700e, καὶ παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 14.