μελουργός: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(b)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0128.png Seite 128]] = [[μελοποιός]], Maneth. 4, 185.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0128.png Seite 128]] = [[μελοποιός]], Maneth. 4, 185.
}}
{{ls
|lstext='''μελουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[μελοποιός]], Μανέθων 4. 185· [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἐκκλ., μελούργημα, τό, καὶ μελουργία, ἡ, [[μουσική]], [[μουσουργία]]· μελουργικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μουσικήν.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελουργός Medium diacritics: μελουργός Low diacritics: μελουργός Capitals: ΜΕΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: melourgós Transliteration B: melourgos Transliteration C: melourgos Beta Code: melourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A = μελοποιός, Man.4.185.

German (Pape)

[Seite 128] = μελοποιός, Maneth. 4, 185.

Greek (Liddell-Scott)

μελουργός: -όν, (*ἔργω) = μελοποιός, Μανέθων 4. 185· ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ., μελούργημα, τό, καὶ μελουργία, ἡ, μουσική, μουσουργία· μελουργικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μουσικήν.