ἀσυνείδητος: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
(3)
 
(6_15)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)sunei/dhtos
|Beta Code=a)sunei/dhtos
|Definition=ον, (σύνοιδα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not privy to</b> a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν <span class="bibl">Onos.4.2</span>. Adv. -τως, τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>123.16</span> (iii/iv A. D.).</span>
|Definition=ον, (σύνοιδα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not privy to</b> a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν <span class="bibl">Onos.4.2</span>. Adv. -τως, τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>123.16</span> (iii/iv A. D.).</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἀσυνείδητος''': -ον, ([[συνεῖδον]]) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., ἀσυνειδήτως, ἀσυνειδήτως τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. [[ἀσύνετος]], Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = ἀσυνέτως, ἀπερισκέπτως, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ [[τύπος]]: ἀσυνειδότως, [[ἄνευ]] συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 [[εἶναι]] [[ἀδόκιμος]], ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255.
}}
}}

Revision as of 11:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνείδητος Medium diacritics: ἀσυνείδητος Low diacritics: ασυνείδητος Capitals: ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΣ
Transliteration A: asyneídētos Transliteration B: asyneidētos Transliteration C: asyneiditos Beta Code: a)sunei/dhtos

English (LSJ)

ον, (σύνοιδα)

   A not privy to a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν Onos.4.2. Adv. -τως, τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. POxy.123.16 (iii/iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνείδητος: -ον, (συνεῖδον) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., ἀσυνειδήτως, ἀσυνειδήτως τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. ἀσύνετος, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = ἀσυνέτως, ἀπερισκέπτως, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ τύπος: ἀσυνειδότως, ἄνευ συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 εἶναι ἀδόκιμος, ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255.