Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγγνωστός: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(c2)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.
}}
{{ls
|lstext='''συγγνωστός''': -όν, καὶ ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Σοφ. Τρ. 729 ἡ, όν· - ῥημ. ἐπίθετ., συγχωρητός, [[ἄξιος]] συγγνώμης, δυνάμενος νὰ συγχωρηθῇ, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 435, 981, Βάκχ. 1039, Ἀριστοφ. Θεσμ. 418, κτλ.· - συγγνωστὸν ἢ συγγνωστά ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 323, Εὐρ. Ἄλκ. 140, Μήδ. 491, 703, κτλ.· [[μετὰ]] μετοχ., αὐτοῖς συγγνωστὸν πλάττουσιν ..., [[εἶναι]] συγχωρητοὶ διά ..., Πλούτ. 2. 1083F. 2) ἐπὶ προσώπων, σ. τῆς φιλοτιμίας Φιλόστρ. 491, πρβλ. Μάξ. Τύρ. 4. 3· [[μετὰ]] μετοχ., σ. ἐπικλασθείς, ἐπὶ τῷ ὅτι ... Πλουτ. Κοριολ. 36, πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 34· σ. εἰ ..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 3. - Ἐπίρρ. -τῶς, μεταγεν., Θεόδ. Μετοχ. σ. 498Β.
}}
}}

Revision as of 11:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγνωστός Medium diacritics: συγγνωστός Low diacritics: συγγνωστός Capitals: ΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: syngnōstós Transliteration B: syngnōstos Transliteration C: syggnostos Beta Code: suggnwsto/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Sch.S. Tr.727:—

   A pardonable, allowable, E.Heracl.435,981, Ar.Th.418, Phld. Mort.20, etc.; συγγνωστόν or συγγνωστά ἐστι, c. inf., S.Fr.352, E. Alc.139, Med.491,703, cf. Ba.1039: c. part., αὐτοῖς συγγνωστὰ πλάττουσιν . .they may be forgiven for . ., v.l.in Plu.2.1083f.    2 of persons, σ. τῆς φιλοτιμίας Philostr.VS1.8.3, cf. Max.Tyr.4.3: c.part., σ. ἐπικλασθείς for being... Plu.Cor.36, cf. Luc.Anach.34; σ. εἰ . . Id.DDeor.6.3.

German (Pape)

[Seite 962] verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωστός: -όν, καὶ ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Σοφ. Τρ. 729 ἡ, όν· - ῥημ. ἐπίθετ., συγχωρητός, ἄξιος συγγνώμης, δυνάμενος νὰ συγχωρηθῇ, Εὐρ. Ἡρακλ. 435, 981, Βάκχ. 1039, Ἀριστοφ. Θεσμ. 418, κτλ.· - συγγνωστὸν ἢ συγγνωστά ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 323, Εὐρ. Ἄλκ. 140, Μήδ. 491, 703, κτλ.· μετὰ μετοχ., αὐτοῖς συγγνωστὸν πλάττουσιν ..., εἶναι συγχωρητοὶ διά ..., Πλούτ. 2. 1083F. 2) ἐπὶ προσώπων, σ. τῆς φιλοτιμίας Φιλόστρ. 491, πρβλ. Μάξ. Τύρ. 4. 3· μετὰ μετοχ., σ. ἐπικλασθείς, ἐπὶ τῷ ὅτι ... Πλουτ. Κοριολ. 36, πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 34· σ. εἰ ..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 3. - Ἐπίρρ. -τῶς, μεταγεν., Θεόδ. Μετοχ. σ. 498Β.