ἀφηλιώτης: Difference between revisions
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(c2) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] zw. L., = [[ἀπηλιώτης]], Arr. An. 5, 6, 1, Krüger ἀπ.; ἀφηλιωτικός Ptol. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] zw. L., = [[ἀπηλιώτης]], Arr. An. 5, 6, 1, Krüger ἀπ.; ἀφηλιωτικός Ptol. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀφηλιώτης''': -ου, ὁ, ὁ [[ἀνάλογος]] (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) [[τύπος]] τοῦ [[ἀπηλιώτης]] (ὃ ἴδε), Συλλ. Ἐπιγρ. 6180, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τῆς Ἀρρ. Ἀν. 5. 6, 4, κ. ἀλλ.· - οὕτω τὸ ἐπίθ. ἀφηλιωτικὸς παρὰ Πτολεμ. ἐν Γεωγρ. 1. 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ἀπηλιώτης (q.v.), IG14.1308, Apion ap.J.Ap. 2.2:—hence Adj. ἀφηλῐωτικός, ή, όν, Ptol.Geog.1.11, Gem.2.11.
German (Pape)
[Seite 409] zw. L., = ἀπηλιώτης, Arr. An. 5, 6, 1, Krüger ἀπ.; ἀφηλιωτικός Ptol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηλιώτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνάλογος (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) τύπος τοῦ ἀπηλιώτης (ὃ ἴδε), Συλλ. Ἐπιγρ. 6180, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τῆς Ἀρρ. Ἀν. 5. 6, 4, κ. ἀλλ.· - οὕτω τὸ ἐπίθ. ἀφηλιωτικὸς παρὰ Πτολεμ. ἐν Γεωγρ. 1. 11.