κῆλον: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(13_6b) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1431.png Seite 1431]] τό, eigtl. von [[καίω]], jedes dürre u. deshalb leicht brennende Stück Holz; bes. – a) der hölzerne Schaft des Pfeils, u. der Pfeil selbst; [[ἐννῆμαρ]] μὲν ἀνὰ στρατὸν ῷχετο κῆλα θεοῖο Il. 1, 53, vgl. 12, 280, die Geschosse des Apollo, die Pest erregen, u. des Zeus, die in Gewitter, in Regen, Schnee u. dgl. bestehen, wie Hes. Th. 708 sagt: στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κῆλα [[Διός]]. – b) Danach heißen die Sonnenstrahlen Probl. arith. 32 (XIV, 139 steht κύκλα) χρύσεα κῆλα ἠελίου; u. Pind. sagt von der Cither φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1, 12, die Gesänge als Geschosse der Lyra, nicht mit dem Schol. als Zusammenziehung für κηλήματα zu betrachten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1431.png Seite 1431]] τό, eigtl. von [[καίω]], jedes dürre u. deshalb leicht brennende Stück Holz; bes. – a) der hölzerne Schaft des Pfeils, u. der Pfeil selbst; [[ἐννῆμαρ]] μὲν ἀνὰ στρατὸν ῷχετο κῆλα θεοῖο Il. 1, 53, vgl. 12, 280, die Geschosse des Apollo, die Pest erregen, u. des Zeus, die in Gewitter, in Regen, Schnee u. dgl. bestehen, wie Hes. Th. 708 sagt: στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κῆλα [[Διός]]. – b) Danach heißen die Sonnenstrahlen Probl. arith. 32 (XIV, 139 steht κύκλα) χρύσεα κῆλα ἠελίου; u. Pind. sagt von der Cither φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1, 12, die Gesänge als Geschosse der Lyra, nicht mit dem Schol. als Zusammenziehung für κηλήματα zu betrachten. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κῆλον''': τό, τὸ [[ξύλον]] τοῦ βέλους, αὐτὸ τὸ [[βέλος]], ἐν χρήσει μόνον πληθ., κῆλα θεοῑο, τὰ βέλη τοῦ Ἀπόλλωνος [[ἅπερ]] ἐλογίζοντο ὡς ἐπιφέροντα τὸν αἰφνίδιον θάνατον, Ἰλ. Α. 53, 383· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ [[Διός]], πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, δηλ. θύελλαν καὶ κεραυνόν, Μ. 280· ἀστεροπὴν καὶ ἀργινόεντα κεραυνόν, κῆλα Διὸς Ἡσ. Θ. 708· χρύσεα κ., ὃ ἐ. τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες, Ἀνθ. Π. 14. 139· ― μεταφορ., φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας Πινδ. Π. 1. 21. ― ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 178 Göttling, ἀντὶ κήλια ὁ Ἕρμανν. ἀναγινώσκει χείλεα. (Ἀπίθανος [[εἶναι]] ἡ [[σχέσις]] τῆς λέξ. πρὸς τὸ κᾱλα, ξύλα διὰ πῦρ, «καυσόξυλα»· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Σανσκρ. ←alyam (sagitta), καὶ ὑποδεικνύει τὴν ῥίζαν ΚΕΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Λατ. cellere per-cellere). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A shaft of an arrow, arrow, only pl., κῆλα θεοῖο the shafts of Apollo, as the cause of sudden death, Il.1.53, 383; πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, of Zeus during a snowstorm, 12.280; στεροπὴν καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κῆλα Διός Hes.Th.708: metaph., [φόρμιγγος] κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας Pi.P.1.12; φρικώδεα κῆλα πίφαυσκον Orph. A.10:—also κήλεα νηῶν, = κᾶλα, ships' timbers, Hes.Fr.206 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1431] τό, eigtl. von καίω, jedes dürre u. deshalb leicht brennende Stück Holz; bes. – a) der hölzerne Schaft des Pfeils, u. der Pfeil selbst; ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ῷχετο κῆλα θεοῖο Il. 1, 53, vgl. 12, 280, die Geschosse des Apollo, die Pest erregen, u. des Zeus, die in Gewitter, in Regen, Schnee u. dgl. bestehen, wie Hes. Th. 708 sagt: στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν, κῆλα Διός. – b) Danach heißen die Sonnenstrahlen Probl. arith. 32 (XIV, 139 steht κύκλα) χρύσεα κῆλα ἠελίου; u. Pind. sagt von der Cither φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1, 12, die Gesänge als Geschosse der Lyra, nicht mit dem Schol. als Zusammenziehung für κηλήματα zu betrachten.
Greek (Liddell-Scott)
κῆλον: τό, τὸ ξύλον τοῦ βέλους, αὐτὸ τὸ βέλος, ἐν χρήσει μόνον πληθ., κῆλα θεοῑο, τὰ βέλη τοῦ Ἀπόλλωνος ἅπερ ἐλογίζοντο ὡς ἐπιφέροντα τὸν αἰφνίδιον θάνατον, Ἰλ. Α. 53, 383· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Διός, πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα, δηλ. θύελλαν καὶ κεραυνόν, Μ. 280· ἀστεροπὴν καὶ ἀργινόεντα κεραυνόν, κῆλα Διὸς Ἡσ. Θ. 708· χρύσεα κ., ὃ ἐ. τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες, Ἀνθ. Π. 14. 139· ― μεταφορ., φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας Πινδ. Π. 1. 21. ― ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 178 Göttling, ἀντὶ κήλια ὁ Ἕρμανν. ἀναγινώσκει χείλεα. (Ἀπίθανος εἶναι ἡ σχέσις τῆς λέξ. πρὸς τὸ κᾱλα, ξύλα διὰ πῦρ, «καυσόξυλα»· ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Σανσκρ. ←alyam (sagitta), καὶ ὑποδεικνύει τὴν ῥίζαν ΚΕΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ Λατ. cellere per-cellere).