destroy: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(CSV3) |
m (Text replacement - "<b class="b2">Frag.</b>" to "''Frag.''") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
<b class="b2">Destroy in return</b>: P. and V. ἀνταπολλύναι. | <b class="b2">Destroy in return</b>: P. and V. ἀνταπολλύναι. | ||
<b class="b2">Destroy together</b>: V. συνδιολλύναι (Eur., | <b class="b2">Destroy together</b>: V. συνδιολλύναι (Eur., ''Frag.''). | ||
<b class="b2">Help to destroy</b>: P. συγκαθαιρεῖν (acc.), συναπολλύναι (acc.). | <b class="b2">Help to destroy</b>: P. συγκαθαιρεῖν (acc.), συναπολλύναι (acc.). |
Revision as of 11:00, 7 August 2017
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. φθείρειν, διαφθείρειν, καταφθείρειν (Plat. but rare P.), ἀπολλύναι, διολλύναι, ἐξολλύναι, καθαιρεῖν, ἀναιρεῖν, ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, κατεργάζεσθαι, ἀποφθείρειν (Thuc. but rare P.), V. ὀλλύναι, ἐξαπολλύναι, ἀϊστοῦν, ᾀστοῦν, ἐξαϊστοῦν, ἐξαποφθείρειν, καταφθίσαι (1st aor. of καταφθίνειν) , ἀποφθίσαι (1st aor. of ἀποφθίνειν), πέρθειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, P. διαχρῆσθαι; see kill, ravage, corrupt, ruin, annihilate.
Destroy beforehand: P. προδιαφθείρειν.
Be destroyed beforehand: P. προαπόλλυσθαι.
Destroy inaddition: P. and V. προσδιαφθείρειν.
Destroy in return: P. and V. ἀνταπολλύναι.
Destroy together: V. συνδιολλύναι (Eur., Frag.).
Help to destroy: P. συγκαθαιρεῖν (acc.), συναπολλύναι (acc.).
Destroyed utterly, adj.: Ar. and P. ἐξώλης, P. προώλης, V. ἄϊστος, πανώλης, Ar. and V. πανώλεθρος; see ruined.