ἀφθορία: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφθορία''': ἡ [[ἔλλειψις]] φθορᾶς, πιθ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἀδιαφθορία]]· ἐν τῇ πρὸς Τίτ. Ἐπιστολ. β΄, 7, Γρηγ. Νύσσ. | |lstext='''ἀφθορία''': ἡ [[ἔλλειψις]] φθορᾶς, πιθ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἀδιαφθορία]]· ἐν τῇ πρὸς Τίτ. Ἐπιστολ. β΄, 7, Γρηγ. Νύσσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />incorruptibilité, pureté.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφθορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A incorruption, prob. l. for ἀδιαφθορία in Ep.Tit.2.7, cf. Them.inPh.82.22.
German (Pape)
[Seite 410] ἡ, Unverdorbenheit, Unschuld, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφθορία: ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, πιθ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀδιαφθορία· ἐν τῇ πρὸς Τίτ. Ἐπιστολ. β΄, 7, Γρηγ. Νύσσ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
incorruptibilité, pureté.
Étymologie: ἄφθορος.