κιβωτός: Difference between revisions
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῑβωτός''': ἡ, ξύλινον [[κιβώτιον]] ἢ [[θήκη]], Τουρκ. «σανδοῦκι», Ἑκαταῖ. 368, Σιμων. 240, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1000, Σφ. 1056, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 22, κτλ. (Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξιν [[κίβος]] ὡς τὸν ἀρχικὸν τύπον· πιθ. συγγενὲς [[εἶναι]] καὶ τὸ [[θίβη]]). ῑ παρ’ Ἀριστοφ., ῐ πρῶτον παρὰ Γρηγ. Ναζ.. | |lstext='''κῑβωτός''': ἡ, ξύλινον [[κιβώτιον]] ἢ [[θήκη]], Τουρκ. «σανδοῦκι», Ἑκαταῖ. 368, Σιμων. 240, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1000, Σφ. 1056, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 22, κτλ. (Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξιν [[κίβος]] ὡς τὸν ἀρχικὸν τύπον· πιθ. συγγενὲς [[εἶναι]] καὶ τὸ [[θίβη]]). ῑ παρ’ Ἀριστοφ., ῐ πρῶτον παρὰ Γρηγ. Ναζ.. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />coffre, caisse, boîte.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob., pê sémit. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A box, chest, coffer, Hecat.368 J., Simon.239, Eup.228.4, Ar.Eq.1000, V.1056 (anap.), Lys.12.10, Thphr.Char.18.4, IG22.1388.73; κ. δίθυρος, τετράθυρος, ib.12.330; ἱερά, δημοσία κ., Inscr.Délos 442 A 2,75 (ii B.C.); Noah's ark, LXX Ge.6.14; the ark of Moses, ib.Ex.25.9(10), al.; πέπτωκεν εἰς κ. has been deposited in the archives, UPZ 126 (iii B.C.), etc.; opp. κίστη (q.v.). (Perh. a v.l. in Il.24.228, cf. Sch.adloc. Suid. cites κίβος as the radic. form.)
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, hölzerner Kasten, Kiste, Schrank; Ar. Equ. 996 Vesp. 1056; Ath. III, 84 a u. Sp. Vgl. κίβος, κίβισις. [Spätere Dichter, wie Greg. Naz., brauchen ι kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
κῑβωτός: ἡ, ξύλινον κιβώτιον ἢ θήκη, Τουρκ. «σανδοῦκι», Ἑκαταῖ. 368, Σιμων. 240, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1000, Σφ. 1056, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 22, κτλ. (Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξιν κίβος ὡς τὸν ἀρχικὸν τύπον· πιθ. συγγενὲς εἶναι καὶ τὸ θίβη). ῑ παρ’ Ἀριστοφ., ῐ πρῶτον παρὰ Γρηγ. Ναζ..
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
coffre, caisse, boîte.
Étymologie: DELG emprunt prob., pê sémit.