συνακμάζω: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνακμάζω''': [[ἀκμάζω]] συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., [[μετὰ]] τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., [[ἀκμάζω]] [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. [[συνακμάζω]] ταῖς ὁρμαῖς [[πρός]] τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 16. 28, 1. | |lstext='''συνακμάζω''': [[ἀκμάζω]] συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., [[μετὰ]] τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., [[ἀκμάζω]] [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. [[συνακμάζω]] ταῖς ὁρμαῖς [[πρός]] τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 16. 28, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être en même temps dans toute sa force, être florissant avec <i>ou</i> en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀκμάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
A blossom or flourish at the same time, of plants, AP 11.417; of persons, Ἰφίτῳ σ. with Iphitus, Arist.Fr.533, cf. Plb.6.43.6, 31.26.3, Gal.15.455: abs., flourish together, Plu.TG3. II συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων αὔξησιν rise to a great occasion, Plb.16.28.1.
German (Pape)
[Seite 997] zu gleicher Zeit blühen, zugleich in voller Kraft sein, συνακμάζουσαν ὀπώρην, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. von Menschen, übertr., zugleich auf dem höchsten Gipfel des Glückes, der Macht, des Ruhmes stehen, συνηκμακυῖα τῷ βίῳ καὶ τῇ τύχῃ τοῦΣκιπίωνος, Pol. 32, 12, 3; συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, mit Eifer bis zu einem Ziele ausharren, 16, 28, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συνακμάζω: ἀκμάζω συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., μετὰ τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., ἀκμάζω ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. συνακμάζω ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι πρᾶγμα, Πολύβ. 16. 28, 1.
French (Bailly abrégé)
être en même temps dans toute sa force, être florissant avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀκμάζω.