διδασκαλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐδασκᾰλεῖον''': τό, [[τόπος]], [[ἔνθα]] ὁ [[διδάσκαλος]] διδάσκει, [[σχολεῖον]], Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ [[παιδία]] τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. [[φοιτάω]]. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[δίδακτρα]], Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).
|lstext='''δῐδασκᾰλεῖον''': τό, [[τόπος]], [[ἔνθα]] ὁ [[διδάσκαλος]] διδάσκει, [[σχολεῖον]], Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ [[παιδία]] τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. [[φοιτάω]]. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[δίδακτρα]], Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />école.<br />'''Étymologie:''' [[διδάσκαλος]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδασκᾰλεῖον Medium diacritics: διδασκαλεῖον Low diacritics: διδασκαλείον Capitals: ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ
Transliteration A: didaskaleîon Transliteration B: didaskaleion Transliteration C: didaskaleion Beta Code: didaskalei=on

English (LSJ)

τό,

   A teaching-place, school, [S.]Fr.1120.3, Antipho 6.11, Th.7.29, prob. in Pl.Lg.764c; εἰς τὸ δ. ἰέναι Aeschin.1.9; τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Hyp.Eux.22; τὰ δ. τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.50; τὸ Σωκρατικὸν δ. D.H.Dem.2.    II in pl., = δίδακτρα, Ps.-Hdt.Vit.Hom.26.

German (Pape)

[Seite 615] τό, Schule; παίδων Thuc. 7, 29; Plat. u. A.; εἰς δ. ἰέναι, Aesch. 1, 9. – Bei Sosip. Ath. IX, 378 (v. 13) wie unser Schule s. v. a. Lehre, Doktrin.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδασκᾰλεῖον: τό, τόπος, ἔνθαδιδάσκαλος διδάσκει, σχολεῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. φοιτάω. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δίδακτρα, Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école.
Étymologie: διδάσκαλος.