πολλαπλάσιος: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολλαπλάσιος''': α, ον (ος, ον Ἀλκιδάμ. σ. 51 Βεκκῆρ.)· Ἰων. --πλήσιος, η, ον, ὡς τὸ [[διπλήσιος]], ἂν καὶ τὸ α [[εἶναι]] βραχύ, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. xxxiv ([[πολύς]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[πολλάκις]] [[τόσος]], [[πολλάκις]] μείζων ἢ [[πλείων]], Ἡρόδ. 3. 135., 8. 140. κ. ἀλλ.· π. πρὸς πολλοστημόριον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) πολλ. ἢ..., ἢ [[ἤπερ]]..., [[πολλάκις]] [[τόσος]] [[ὅσος]]..., [[πολλάκις]] [[πλείων]] ἢ μείζων ἢ..., Ἡρόδ. 4. 50, Πλάτ. Πολ. 730C· οὕτω [[μετὰ]] γεν., Ἡρόδ. 7. 48, Ἀντιφῶν 122. 25, Θουκ. 4. 94. κτλ.· ― Ἐπίρρ. -έως, Ἱππ. 455. 18, κτλ.· [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ, ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9. ΙΙ. τὸ πολλ. [[ἀναλογία]], ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 12, 7, [[παρά]] τινων νομίζεται ὅτι σημαίνει τὴν γεωμετρικὴν πρόοδον ([[οἷον]] 2, 4, 8, 16, κτλ.)· παρ’ ἄλλων δὲ ὅτι σημαίνει σειρὰν ἐν ᾗ [[ἕκαστος]] τῶν ὅρων [[εἶναι]] τὸ τετράγωνον τοῦ προηγουμένου ([[οἷον]] 2, 4, 16, 256, κτλ.). | |lstext='''πολλαπλάσιος''': α, ον (ος, ον Ἀλκιδάμ. σ. 51 Βεκκῆρ.)· Ἰων. --πλήσιος, η, ον, ὡς τὸ [[διπλήσιος]], ἂν καὶ τὸ α [[εἶναι]] βραχύ, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. xxxiv ([[πολύς]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[πολλάκις]] [[τόσος]], [[πολλάκις]] μείζων ἢ [[πλείων]], Ἡρόδ. 3. 135., 8. 140. κ. ἀλλ.· π. πρὸς πολλοστημόριον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) πολλ. ἢ..., ἢ [[ἤπερ]]..., [[πολλάκις]] [[τόσος]] [[ὅσος]]..., [[πολλάκις]] [[πλείων]] ἢ μείζων ἢ..., Ἡρόδ. 4. 50, Πλάτ. Πολ. 730C· οὕτω [[μετὰ]] γεν., Ἡρόδ. 7. 48, Ἀντιφῶν 122. 25, Θουκ. 4. 94. κτλ.· ― Ἐπίρρ. -έως, Ἱππ. 455. 18, κτλ.· [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ, ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9. ΙΙ. τὸ πολλ. [[ἀναλογία]], ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 12, 7, [[παρά]] τινων νομίζεται ὅτι σημαίνει τὴν γεωμετρικὴν πρόοδον ([[οἷον]] 2, 4, 8, 16, κτλ.)· παρ’ ἄλλων δὲ ὅτι σημαίνει σειρὰν ἐν ᾗ [[ἕκαστος]] τῶν ὅρων [[εἶναι]] τὸ τετράγωνον τοῦ προηγουμένου ([[οἷον]] 2, 4, 16, 256, κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />plusieurs fois aussi grand <i>ou</i> aussi nombreux ; ἤ <i>ou</i> [[ἤπερ]], plusieurs fois aussi grand que ; τινος plusieurs fois aussi grand que qch ; <i>adv.</i> • πολλαπλάσια plusieurs fois autant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], -πλάσιος. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον (ος, ον Alcid.Soph.28), Ion. πολλα-πλήσιος, η, ον, (πολύς)
A many (or a number of) times as many or as large, Hdt.3.135, 8.140.α'; π. πρὸς πολλοστημόριον Arist.Metaph.1020b27; π. ἤπερ... ἢ . ., many times as many as... many times more or larger than... Hdt.4.50, al., Pl.R.530c: c. gen., Hdt.7.48, Antipho 3.2.10, Th. 4.94, etc.; π. τινὸς τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ the same multiple of... Archim. Spir.19Cor.; also π. τινὸς κατὰ τοὺς ἑξῆς ἀριθμούς ib.Praef. Adv. -ίως Hp.Acut.62, Epicur.Nat.111 G., Archim.Aren.1.2, D.C.44.39, etc.; π. ταχύ Anaxag.9: neut. pl. as Adv., X.Cyr.1.5.9. II π. ἀναλογία, prob. geometrical progression, Arist.APo.78a1. III πολλαπλάσιον, τό, a multiple: in pl., ἰσάκις π. equimultiples, Euc.5 Def.5; ὡσαύτως π. the same multiples, Id.5.15. IV Adv. -ίως by multiplication, Dam.Pr.148.
German (Pape)
[Seite 658] ion. πολλαπλήσιος, auch 2 Endgn, vielfältig, vielmal mehr oder größer; theils absol., Her. 3, 135 u. A., theils mit ἤ, ἤπερ, πολλαπλάσιον τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται προστάττεις, Plat. Rep. VII, 530 c, vgl. 534 a, Xen. Cyr. 8, 2, 18 u. A., theils c. gen. wie ein compar. vrbdn, Her. 7, 48 Thuc. 4, 94; τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Plat. Rep. VIII, 555 e; Xen. Cyr. 5, 2, 30 u. öfter; εἰς πολλαπλασίας τούτου συμφορὰς ἥκω, Antiph. 3 β 10; Pol. 1, 33, 10 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλάσιος: α, ον (ος, ον Ἀλκιδάμ. σ. 51 Βεκκῆρ.)· Ἰων. --πλήσιος, η, ον, ὡς τὸ διπλήσιος, ἂν καὶ τὸ α εἶναι βραχύ, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. xxxiv (πολύς)· ― ὡς καὶ νῦν, πολλάκις τόσος, πολλάκις μείζων ἢ πλείων, Ἡρόδ. 3. 135., 8. 140. κ. ἀλλ.· π. πρὸς πολλοστημόριον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) πολλ. ἢ..., ἢ ἤπερ..., πολλάκις τόσος ὅσος..., πολλάκις πλείων ἢ μείζων ἢ..., Ἡρόδ. 4. 50, Πλάτ. Πολ. 730C· οὕτω μετὰ γεν., Ἡρόδ. 7. 48, Ἀντιφῶν 122. 25, Θουκ. 4. 94. κτλ.· ― Ἐπίρρ. -έως, Ἱππ. 455. 18, κτλ.· ὡσαύτως οὐδ. πληθ, ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9. ΙΙ. τὸ πολλ. ἀναλογία, ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 12, 7, παρά τινων νομίζεται ὅτι σημαίνει τὴν γεωμετρικὴν πρόοδον (οἷον 2, 4, 8, 16, κτλ.)· παρ’ ἄλλων δὲ ὅτι σημαίνει σειρὰν ἐν ᾗ ἕκαστος τῶν ὅρων εἶναι τὸ τετράγωνον τοῦ προηγουμένου (οἷον 2, 4, 16, 256, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
plusieurs fois aussi grand ou aussi nombreux ; ἤ ou ἤπερ, plusieurs fois aussi grand que ; τινος plusieurs fois aussi grand que qch ; adv. • πολλαπλάσια plusieurs fois autant.
Étymologie: πολύς, -πλάσιος.