φοινίκιος: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοινίκιος''': -α, -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[φοινίκεος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 4, Πολύβ. 6. 23, 12. ΙΙ. = Φοινικικὸς Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 460, Διόδ. 3. 67., 5. 74, Πλούτ. 2. 738Ε. | |lstext='''φοινίκιος''': -α, -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[φοινίκεος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 4, Πολύβ. 6. 23, 12. ΙΙ. = Φοινικικὸς Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 460, Διόδ. 3. 67., 5. 74, Πλούτ. 2. 738Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />d’un rouge de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = φοινίκεος 1, Epich.31, X.An.1.2.16 (v.l.), IG22.1514.41, Arist.Mete.372a4, Plb.6.23.12 (nisi leg. φοινικοῖς) ; φ. οἶνος palm-wine, Schwyzer 182a5 (Gortyn, v/iv B. C.). II = Φοινικικός 1, S.Fr.514, D.S.3.67 codd., 5.74 codd. φοινικ-ιοῦς, οῦν, = φοινίκεος, Ar.Av.272, Arist.Col.792b2, al.; ταινιδιον SIG1018.4 (Pergam., iii B. C.). (Usu. second declension, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικοῦς; once third declension, φοινικιοῦντα Arist.Col.796a32, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικόεις.) II φοινικιοῦν, τό (sc. δικαστήριον), a court of justice at Athens, named from the colour of its walls, Paus.1.28.8.
German (Pape)
[Seite 1295] = φοινίκεος, Pol. 6, 23, 12.
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκιος: -α, -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ φοινίκεος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 4, Πολύβ. 6. 23, 12. ΙΙ. = Φοινικικὸς Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 460, Διόδ. 3. 67., 5. 74, Πλούτ. 2. 738Ε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’un rouge de pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹.