μαῦλις: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαῦλις''': -ιδος, ἢ ιος, ἡ, [[μαστροπός]], [[προαγωγός]], [[πορνοβοσκός]], Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = [[μαστροπεύω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] μαυλιστής, οῦ, ὁ, = [[μαστροπός]], Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον [[νόμισμα]], λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. [[μάχαιρα]], δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - [[ὡσαύτως]] μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ.
|lstext='''μαῦλις''': -ιδος, ἢ ιος, ἡ, [[μαστροπός]], [[προαγωγός]], [[πορνοβοσκός]], Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = [[μαστροπεύω]], Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] μαυλιστής, οῦ, ὁ, = [[μαστροπός]], Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον [[νόμισμα]], λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. [[μάχαιρα]], δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - [[ὡσαύτως]] μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[μαυλίς]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαῦλις Medium diacritics: μαῦλις Low diacritics: μαύλις Capitals: ΜΑΥΛΙΣ
Transliteration A: maûlis Transliteration B: maulis Transliteration C: maylis Beta Code: mau=lis

English (LSJ)

(A), ιδος, or ιος, ἡ,

   A bawd, procuress, Hsch.: hence, μαυλ-ίζω, = μαστροπεύω, Id. s.v. μαστροπός, Sch.Ar.Nu.976:
μαῦλις (B), ἡ,

   A knife, acc. μαῦλιν Call.Aet.3.1.9; dat. μαύλιδι Nic. Th.706; nom. pl. μαύλιες AP15.25 (Besant.):—also μαυλία, ἡ, in acc. pl. -ίας, Sch.Th.1.6, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μαῦλις: -ιδος, ἢ ιος, ἡ, μαστροπός, προαγωγός, πορνοβοσκός, Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = μαστροπεύω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν μαυλιστής, οῦ, ὁ, = μαστροπός, Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον νόμισμα, λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. μάχαιρα, δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - ὡσαύτως μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
c. μαυλίς.