δυσάντητος: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσάντητος''': -ον, οὗ ἡ [[συνάντησις]] εἶνε [[δυσάρεστος]] ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. [[εὐάντητος]], Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, [[δυσκαταγώνιστος]], Πλούτ. 2. 118C. | |lstext='''δυσάντητος''': -ον, οὗ ἡ [[συνάντησις]] εἶνε [[δυσάρεστος]] ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. [[εὐάντητος]], Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, [[δυσκαταγώνιστος]], Πλούτ. 2. 118C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont l’abord est terrible <i>ou</i> funeste;<br /><b>2</b> terrible <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A disagreeable to meet, boding of ill, opp. εὐάντητος, Luc.Tim.5, etc. II hard to withstand, πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.H.3.5; κακά Max. Tyr.5.3.
German (Pape)
[Seite 676] unangenehm zu begegnen, widrig, lästig, mit böser Vorbedeutung verbunden; θέαμα Luc. Tim. 5 u. a. Sp.; dem man schwer widerstehen kann, καὶ ἀχθεινὰ πάθη Plut. Consol. ad Apollon. p. 359.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάντητος: -ον, οὗ ἡ συνάντησις εἶνε δυσάρεστος ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. εὐάντητος, Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, δυσκαταγώνιστος, Πλούτ. 2. 118C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont l’abord est terrible ou funeste;
2 terrible ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἀντάω.