μεταδόρπιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδόρπιος''': -ον, ([[δόρπον]]) ὁ [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]], ἢ [[μᾶλλον]] ὁ ἐν μέσῳ τοῦ δείπνου, ὁ διαρκοῦντος τοῦ δείπνου γενόμενος ἢ πράττων τι (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Εὐστ., πρβλ. [[μεταδήμιος]], [[μεταίχμιος]], ματαμάζιος), οὐ τέρπομ’ ὀδυρόμενος [[μεταδόρπιος]] Ὀδ. Δ. 194· ― ἀλλὰ βεβαίως: ὁ [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] γινόμενος ἢ πράττων τι, ἐν τοῖς ἀκολούθοις χωρίοις, ὄχημ’ ἀοιδὰν μ. Πινδ. Ἀποσπ. 89· νυκτερινὴν ἐπὶ κῶμον ἰὼν μ. ὤρην Ἀνθ. Π. 12. 250· τὰ μ., τὰ τραγήματα, καὶ τὰ ὅμοια, τὰ [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] παρατιθέμενα, Πλάτ. Κριτί. 115C.
|lstext='''μεταδόρπιος''': -ον, ([[δόρπον]]) ὁ [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]], ἢ [[μᾶλλον]] ὁ ἐν μέσῳ τοῦ δείπνου, ὁ διαρκοῦντος τοῦ δείπνου γενόμενος ἢ πράττων τι (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Εὐστ., πρβλ. [[μεταδήμιος]], [[μεταίχμιος]], ματαμάζιος), οὐ τέρπομ’ ὀδυρόμενος [[μεταδόρπιος]] Ὀδ. Δ. 194· ― ἀλλὰ βεβαίως: ὁ [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] γινόμενος ἢ πράττων τι, ἐν τοῖς ἀκολούθοις χωρίοις, ὄχημ’ ἀοιδὰν μ. Πινδ. Ἀποσπ. 89· νυκτερινὴν ἐπὶ κῶμον ἰὼν μ. ὤρην Ἀνθ. Π. 12. 250· τὰ μ., τὰ τραγήματα, καὶ τὰ ὅμοια, τὰ [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] παρατιθέμενα, Πλάτ. Κριτί. 115C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui agit <i>ou</i> se fait après le repas du soir.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δόρπον]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδόρπιος Medium diacritics: μεταδόρπιος Low diacritics: μεταδόρπιος Capitals: ΜΕΤΑΔΟΡΠΙΟΣ
Transliteration A: metadórpios Transliteration B: metadorpios Transliteration C: metadorpios Beta Code: metado/rpios

English (LSJ)

ον, (δόρπον)

   A in the middle of supper, during supper (as Eust. takes it, cf. μεταδήμιος, μεταίχμιος, μεταμάζιος), οὐ τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Od.4.194.    2 after supper, i. e. at one's wine, ὄχημ' ἀοιδᾶν μ. Pi.Fr.124.2; νυκτερινὴν ἐπίκωμος ἰὼν μεταδόρπιον (Adv.) ὥρην AP12.250 (Strat.); τὰ μ. dessert, Pl.Criti.115c.

German (Pape)

[Seite 146] zwischen, während der (Abend-) Mahlzeit. οὐ γὰρ ἔγωγε τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, Od. 4, 194; ὥρη, die Stunde der Mahlzeit, Strat. 89 (XII, 250); vgl. auch Crinag. 5 (VI, 229); – τὸ μεταδόρπιον, der Nachtisch, Pind. frg. 89; vgl. Plat. Critia. 115 d.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδόρπιος: -ον, (δόρπον) ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον, ἢ μᾶλλον ὁ ἐν μέσῳ τοῦ δείπνου, ὁ διαρκοῦντος τοῦ δείπνου γενόμενος ἢ πράττων τι (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Εὐστ., πρβλ. μεταδήμιος, μεταίχμιος, ματαμάζιος), οὐ τέρπομ’ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Ὀδ. Δ. 194· ― ἀλλὰ βεβαίως: ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον γινόμενος ἢ πράττων τι, ἐν τοῖς ἀκολούθοις χωρίοις, ὄχημ’ ἀοιδὰν μ. Πινδ. Ἀποσπ. 89· νυκτερινὴν ἐπὶ κῶμον ἰὼν μ. ὤρην Ἀνθ. Π. 12. 250· τὰ μ., τὰ τραγήματα, καὶ τὰ ὅμοια, τὰ μετὰ τὸ δεῖπνον παρατιθέμενα, Πλάτ. Κριτί. 115C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agit ou se fait après le repas du soir.
Étymologie: μετά, δόρπον.