κλινοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῑνοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων κλίνας, [[ξυλουργός]], Πλάτ. Πολ. 596Ε, Δημ. 816. 9· ― ἡ κλινοποιϊκὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κατασκευάζειν κλίνας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 159. | |lstext='''κλῑνοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων κλίνας, [[ξυλουργός]], Πλάτ. Πολ. 596Ε, Δημ. 816. 9· ― ἡ κλινοποιϊκὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κατασκευάζειν κλίνας, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 159. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant de lits, de litières.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνη]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A maker of beds or bedsteads, Pl.R.597a, D.27.9:—hence ἡ κλινοποιική (sc. τέχνη)
A the art of making beds, Poll.7.159.
German (Pape)
[Seite 1454] = κλινοπηγός; Plat. Rep. X, 596 e; Dem. 27, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων κλίνας, ξυλουργός, Πλάτ. Πολ. 596Ε, Δημ. 816. 9· ― ἡ κλινοποιϊκὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν κλίνας, Πολυδ. Ζ΄, 159.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de lits, de litières.
Étymologie: κλίνη, ποιέω.