ἀπαιτέω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαιτέω''': μέλλ. -ήσω: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ νά μοι ἐπιστραφῇ τι, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων, εἰλημμένων διὰ τῆς βίας, ἢ δικαίως ἀνηκόντων ἐμοί, Ἡρόδ. 1. 2, 3, Ἀνδοκ. 22. 29· τὸ [[μισθάριον]] γὰρ… ἂν ἀπαιτῇς Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 34: - ἀπ. τινά τι, ἀπαιτῶ τι [[παρά]] τινος, Ἡρόδ. 8. 122, Εὐρ. Ἑλ. 963, Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· [[ὡσαύτως]], ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρὸς Σοφ. Φ. 362· [[χάριν]] ἀπ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α, Δημ., κτλ.· τι [[παρά]] τινος Ἀριστ. Περὶ ψυχ. 1. 4, 6· [[ὡσαύτως]], ἀπ. δίκην ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 398· λόγον ἀπ. τινα [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 599Β· ὑπέρ τινος [[αὐτόθι]] 612D· ἀπ. ὑπόσχεσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 4· μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινα ποιεῖν τι Εὐρ. Ἱκ. 385. ΙΙ. παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτοῦμαι, ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ [[δαπάνη]] τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη Ἡρόδ. 5. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, τὸ δ’ ἐμὲ μὲν μηδ’ ὑφ’ ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Ξεν. Ἀπολ. 17· ἀπ. τὸ [[τέλος]] Συλλ. Ἐπιγρ.1988. 8: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω εἰς ἀπαίτησιν, οὐκ ἀπαιτούμεθα, «οὐ χρεωστοῦμεν» (Σχόλ.), εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἀπαιτῶ σκῆπτρα, Εὐρ. Φοίν. 602. | |lstext='''ἀπαιτέω''': μέλλ. -ήσω: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ νά μοι ἐπιστραφῇ τι, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων, εἰλημμένων διὰ τῆς βίας, ἢ δικαίως ἀνηκόντων ἐμοί, Ἡρόδ. 1. 2, 3, Ἀνδοκ. 22. 29· τὸ [[μισθάριον]] γὰρ… ἂν ἀπαιτῇς Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 34: - ἀπ. τινά τι, ἀπαιτῶ τι [[παρά]] τινος, Ἡρόδ. 8. 122, Εὐρ. Ἑλ. 963, Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· [[ὡσαύτως]], ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρὸς Σοφ. Φ. 362· [[χάριν]] ἀπ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α, Δημ., κτλ.· τι [[παρά]] τινος Ἀριστ. Περὶ ψυχ. 1. 4, 6· [[ὡσαύτως]], ἀπ. δίκην ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 398· λόγον ἀπ. τινα [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 599Β· ὑπέρ τινος [[αὐτόθι]] 612D· ἀπ. ὑπόσχεσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 4· μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινα ποιεῖν τι Εὐρ. Ἱκ. 385. ΙΙ. παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτοῦμαι, ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ [[δαπάνη]] τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη Ἡρόδ. 5. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, τὸ δ’ ἐμὲ μὲν μηδ’ ὑφ’ ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Ξεν. Ἀπολ. 17· ἀπ. τὸ [[τέλος]] Συλλ. Ἐπιγρ.1988. 8: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω εἰς ἀπαίτησιν, οὐκ ἀπαιτούμεθα, «οὐ χρεωστοῦμεν» (Σχόλ.), εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἀπαιτῶ σκῆπτρα, Εὐρ. Φοίν. 602. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἀπῄτουν]], <i>f.</i> ἀπαιτήσω, <i>pf.</i> ἀπῄτηκα;<br /><b>1</b> redemander, acc.;<br /><b>2</b> demander une chose à laquelle on a droit : ἀπ. [[δίκην]] ἔκ τινος ESCHL demander justice à qqn ; ἀπ. τινά [[τι]] réclamer qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἰτέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
A demand back, demand to have returned, esp. of things forcibly taken or rightfully belonging to one, Hdt.1.2; εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22; τὸ μισθάριον γὰρ ἂν ἀπαιτῇς Diph.43.34; τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ BCH7.278 (Tralles); τὴν ψυχήν Ev.Luc.12.20; ἀ. τινά τι demand something of one, Hdt. 8.122, E.Hel.963, Ar.Av.554, D.1.22; εὐθύνας ἀ. τινά Id.18.245; also ἀ. ὅπλα τοῦ πατρός S.Ph.362; χάριν ἀ. τινά Pl.Phdr.241a, etc.; τι παρά τινος Arist. de An.408a18; also ἀ. δίκην ἐξ ἀδίκων A.Ch.398; λόγον ἀ. τινὰ περί τινος Pl.R.599b; ἀ. ὑπέρ τινος ib.612d; ἀ. ὑποσχέσεις Arist.EN1164a17: c. inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν τι E.Supp.385. b call down on oneself, ποινάς Jul.Or.2.59a (and so Med., ib.58a). c of things, require, νοῦσοι -έουσι σικύην Aret.CA1.10; περίοδος ἀ. μῆνα τρισκαιδέκατον Plu.Agis16: abs., ὅταν αἱ χρεῖαι -ῶσιν Ael. Tact.15.1. 2 inquire, ἀπαιτήσομεν αὐτὸν τίνες εἰσίν Str.12.3.24. II Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.5.35. 2 of persons, have demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν X.Ap.17; τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Wi.15.8; ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται BGU1058.33 (i B.C.); yield to a request, οὐκ ἀπαιτούμεσθα, answering to ἀπαιτῶ σκῆπτρα, E.Ph.602.
German (Pape)
[Seite 275] 1) ab-, zurückfordern, Ἑλένην Her. 1, 3; ὅπλα τοῦ πατρός Soph. Phil. 362; bes. von Dingen, die man von Rechtswegen fordert, eintreiben, δίκας ἐξ ἀδίκων Aesch. Ch. 392; τὴν ἀρχὴν τὸν Δία Ar. Av. 554; μισθόν τινα Xen. An. 7, 6, 17; τὰ ὅπλα ἀπαιτεῖ, ἑαυτοῦ γὰρ εἶναί φησιν 2, 5, 38; ἀπῄτουν σε, ἃ ὑπέσχου 7, 7, 21; λόγον τινά, Rechenschaft fordern, Plat. Rep. X, 599 b; τὸ δάνειον Dem. 34, 12; χρήματα Lept. 11; χρέος ἀπαιτεῖσθαι, um eine Schuld gemahnt werden; τινὰ χάριν ἀντί τινος Lys. 18, 23; pass., ἐμὲ μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen. Apol. 17. Ein übertragenes Amt wieder abnehmen, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτέω: μέλλ. -ήσω: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ νά μοι ἐπιστραφῇ τι, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων, εἰλημμένων διὰ τῆς βίας, ἢ δικαίως ἀνηκόντων ἐμοί, Ἡρόδ. 1. 2, 3, Ἀνδοκ. 22. 29· τὸ μισθάριον γὰρ… ἂν ἀπαιτῇς Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 34: - ἀπ. τινά τι, ἀπαιτῶ τι παρά τινος, Ἡρόδ. 8. 122, Εὐρ. Ἑλ. 963, Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· ὡσαύτως, ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρὸς Σοφ. Φ. 362· χάριν ἀπ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α, Δημ., κτλ.· τι παρά τινος Ἀριστ. Περὶ ψυχ. 1. 4, 6· ὡσαύτως, ἀπ. δίκην ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 398· λόγον ἀπ. τινα περί τινος Πλάτ. Πολ. 599Β· ὑπέρ τινος αὐτόθι 612D· ἀπ. ὑπόσχεσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 4· μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινα ποιεῖν τι Εὐρ. Ἱκ. 385. ΙΙ. παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτοῦμαι, ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ δαπάνη τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη Ἡρόδ. 5. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, τὸ δ’ ἐμὲ μὲν μηδ’ ὑφ’ ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Ξεν. Ἀπολ. 17· ἀπ. τὸ τέλος Συλλ. Ἐπιγρ.1988. 8: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω εἰς ἀπαίτησιν, οὐκ ἀπαιτούμεθα, «οὐ χρεωστοῦμεν» (Σχόλ.), εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἀπαιτῶ σκῆπτρα, Εὐρ. Φοίν. 602.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἀπῄτουν, f. ἀπαιτήσω, pf. ἀπῄτηκα;
1 redemander, acc.;
2 demander une chose à laquelle on a droit : ἀπ. δίκην ἔκ τινος ESCHL demander justice à qqn ; ἀπ. τινά τι réclamer qch à qqn.
Étymologie: ἀπό, αἰτέω.