μιμολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑμολόγος''': ὁ, ὁ ποιῶν ἢ ἀπαγγέλλων μίμους, Ἀνθ. Π. 7. 556, Γαλην. 17. 2, 150· - ὡς ἐπίθετ., [[μιμολόγος]], ὁ, ἡ, ὁ μιμούμενος τὴν φωνὴν ἀνθρώπου ἢ οἱανδήποτε [[ἄλλην]] φωνήν, [[μιμολόγος]] ἠχώ, ἡ ἀντίθρουν φθόγγον [[ἔμπαλιν]] ᾄδουσα, ἡ [[λάλος]], Ἀνθ. Πλαν. 155.
|lstext='''μῑμολόγος''': ὁ, ὁ ποιῶν ἢ ἀπαγγέλλων μίμους, Ἀνθ. Π. 7. 556, Γαλην. 17. 2, 150· - ὡς ἐπίθετ., [[μιμολόγος]], ὁ, ἡ, ὁ μιμούμενος τὴν φωνὴν ἀνθρώπου ἢ οἱανδήποτε [[ἄλλην]] φωνήν, [[μιμολόγος]] ἠχώ, ἡ ἀντίθρουν φθόγγον [[ἔμπαλιν]] ᾄδουσα, ἡ [[λάλος]], Ἀνθ. Πλαν. 155.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui imite la parole;<br /><b>II.</b> ὁ [[μιμολόγος]];<br /><b>1</b> acteur de mimes;<br /><b>2</b> qui compose <i>ou</i> récite des mimes.<br />'''Étymologie:''' [[μῖμος]], [[λέγω]]³.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμολόγος Medium diacritics: μιμολόγος Low diacritics: μιμολόγος Capitals: ΜΙΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mimológos Transliteration B: mimologos Transliteration C: mimologos Beta Code: mimolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A actor, reciter of mimes, Ath.Mitt.26.4 (Athens, iii B. C.), Gal.17(2).150.    2 composer, writer of mimes, Ph. 2.345 (pl.), J.Vit.3, AP7.556 (Theod.).    II as Adj., metaph., mocking, ἠχὼ μ. APl.4.155 (Euod.).

German (Pape)

[Seite 187] Mimen machend, dichtend, vortragend, Sp.; νεκύων, Theodor. 2 (VII, 556); ἠχώ, der nachsprechende Widerhall, Euod. 2 (Plan. 155).

Greek (Liddell-Scott)

μῑμολόγος: ὁ, ὁ ποιῶν ἢ ἀπαγγέλλων μίμους, Ἀνθ. Π. 7. 556, Γαλην. 17. 2, 150· - ὡς ἐπίθετ., μιμολόγος, ὁ, ἡ, ὁ μιμούμενος τὴν φωνὴν ἀνθρώπου ἢ οἱανδήποτε ἄλλην φωνήν, μιμολόγος ἠχώ, ἡ ἀντίθρουν φθόγγον ἔμπαλιν ᾄδουσα, ἡ λάλος, Ἀνθ. Πλαν. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui imite la parole;
II.μιμολόγος;
1 acteur de mimes;
2 qui compose ou récite des mimes.
Étymologie: μῖμος, λέγω³.