παρεκλέγω: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεκλέγω''': κρυφίως [[συλλέγω]], π. τὰ κοινά, ἰδιοποιοῦμαι, σφετερίζομαι τὰ δημόσια χρήματα, Δημ. 435. 21, πρβλ. Δίωνα Κ. 54. 21., 76. 7. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[συλλέγω]] τροφὴν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ὅ τι ἂν τύχῃ παρεκλέγων Αἰλ. π. Ζ. 8. 25, πρβλ. 17. 16. 33) προτιμῶ , Εὐναπ. Ἱστ. 85. 12. | |lstext='''παρεκλέγω''': κρυφίως [[συλλέγω]], π. τὰ κοινά, ἰδιοποιοῦμαι, σφετερίζομαι τὰ δημόσια χρήματα, Δημ. 435. 21, πρβλ. Δίωνα Κ. 54. 21., 76. 7. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[συλλέγω]] τροφὴν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], ὅ τι ἂν τύχῃ παρεκλέγων Αἰλ. π. Ζ. 8. 25, πρβλ. 17. 16. 33) προτιμῶ , Εὐναπ. Ἱστ. 85. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ramasser, amasser peu à peu, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκλέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
A collect covertly, π. τὰ κοινά embezzle the public moneys, D.19.294, cf.Ph.2.575, D.C.54.21, 76.7. 2 of birds, collect food here and there, ὅ τι ἂν τύχῃ παρεκλέγων Ael.NA8.25, cf.17.16. 3 seek to acquire, τὸ τῆς δόξης ἀθάνατον Eun.Hist.p.251 D.
German (Pape)
[Seite 513] (s. λέγω), heimlich einsammeln, τὰ κοινά, die Staatseinkünfte heimlich einsammeln und für sich selbst gebrauchen, Dem. 19, 294; vgl. von Sp. D. Cass. 54, 21. 76, 7; auch von Vögeln, Futter einsammeln, Ael. H. A. 8, 25 u. sonst bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκλέγω: κρυφίως συλλέγω, π. τὰ κοινά, ἰδιοποιοῦμαι, σφετερίζομαι τὰ δημόσια χρήματα, Δημ. 435. 21, πρβλ. Δίωνα Κ. 54. 21., 76. 7. 2) ἐπὶ πτηνῶν, συλλέγω τροφὴν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅ τι ἂν τύχῃ παρεκλέγων Αἰλ. π. Ζ. 8. 25, πρβλ. 17. 16. 33) προτιμῶ , Εὐναπ. Ἱστ. 85. 12.