ἀλεξίκακος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλεξίκᾰκος''': -ον, ὁ ἀπωθῶν, ἀπομακρύνων κακὸν ἢ βλάβην, ζημίαν, [[μῆνις]], Ἰλ. Κ. 20· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 123, Παυσ. 8. 41, 8: μ. γεν., δίψης ἀλ., Ἀνθ. Π. 6. 170· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Ἀλέξ. 4. κτλ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1375· τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 422.
|lstext='''ἀλεξίκᾰκος''': -ον, ὁ ἀπωθῶν, ἀπομακρύνων κακὸν ἢ βλάβην, ζημίαν, [[μῆνις]], Ἰλ. Κ. 20· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 123, Παυσ. 8. 41, 8: μ. γεν., δίψης ἀλ., Ἀνθ. Π. 6. 170· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Ἀλέξ. 4. κτλ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1375· τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 422.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui écarte les maux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]], [[κακός]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεξίκᾰκος Medium diacritics: ἀλεξίκακος Low diacritics: αλεξίκακος Capitals: ΑΛΕΞΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: alexíkakos Transliteration B: alexikakos Transliteration C: aleksikakos Beta Code: a)leci/kakos

English (LSJ)

ον,

   A keeping off ill or mischief, μῆτις Il.10.20, cf. Hes.Op.123 (as v.l.), Ar.V.1043, Paus.8.41.8; ῥάμνος Euph.137; τὸ ἀ. τῆς ἐπιστήμης Hierocl.in CA12p.447M.: c.gen., δίψης ἀ. AP6.170 (Thyill.): epith. of Heracles, Luc.Alex..4, etc.; of Hermes, Ar. Pax422; ὦλεξίκακε save the mark! Ar.Nu.1372; of Zeus, Tab.Defix. Aud.26.2 (Crete, iv/iii B. C.), Plu.2.1076b.

German (Pape)

[Seite 93] Unglück abwehrend, μῆτις Il. 10, 20 (ἅπαξ εἰρημ.); – δαίμονες Hes. O. 122, nach Plat. Rep. V, 469 a, wo jetzt ἐπιχθόνιοι steht; Leucothea Philod. 25 (VI, 349) δαἱμων ἀλ., Hercules Luc. Alex. 4 Palld. 1 33 (IX, 441), Apollon Paus. 1, 3, 4, Ζεύς Plut. adv. Stoic. 33; φάρμακα δίψης, den Durst vertreibend, Thall. 3 (VI, 170).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξίκᾰκος: -ον, ὁ ἀπωθῶν, ἀπομακρύνων κακὸν ἢ βλάβην, ζημίαν, μῆνις, Ἰλ. Κ. 20· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 123, Παυσ. 8. 41, 8: μ. γεν., δίψης ἀλ., Ἀνθ. Π. 6. 170· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Ἀλέξ. 4. κτλ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1375· τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 422.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui écarte les maux.
Étymologie: ἀλέξω, κακός.