ῥεῖα: Difference between revisions
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥεῖα''': Ἐπικ. ἀντὶ ῥέα, ῥᾷ, ([[ἐνίοτε]] ἐκθλίβεται, Ἰλ. Ο. 356, Ὀδ. Ρ. 273), ἐπίρρ. τοῦ [[ῥᾴδιος]], εὐκόλως, εὐχερῶς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδῳ· θεοὶ [[ῥεῖα]] ζώοντες, ἐν ἀνέσει καὶ εὐμαρεία ζῶντες, Λατ. securum agentes aevom, Ἰλ. Ζ. 138, Ὀδ. Δ. 805· τούτοισιν μὲν [[ταῦτα]] [[μέλει]], [[κίθαρις]] καὶ [[ἀοιδή]], [[ῥεῖα]], εὐαρέστως, Ὀδ. Α. 160· ἐπιτείνεται, [[ῥεῖα]] μάλ’ Ἰλ. Γ. 381, Ο. 362, κτλ.· ὡς [[ῥεῖα]], [[μετὰ]] πόσης εὐκολίας, πόσον εὐχερῶς, [[μετὰ]] πόσης εὐκινησίας! Π. 745, 749. | |lstext='''ῥεῖα''': Ἐπικ. ἀντὶ ῥέα, ῥᾷ, ([[ἐνίοτε]] ἐκθλίβεται, Ἰλ. Ο. 356, Ὀδ. Ρ. 273), ἐπίρρ. τοῦ [[ῥᾴδιος]], εὐκόλως, εὐχερῶς, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδῳ· θεοὶ [[ῥεῖα]] ζώοντες, ἐν ἀνέσει καὶ εὐμαρεία ζῶντες, Λατ. securum agentes aevom, Ἰλ. Ζ. 138, Ὀδ. Δ. 805· τούτοισιν μὲν [[ταῦτα]] [[μέλει]], [[κίθαρις]] καὶ [[ἀοιδή]], [[ῥεῖα]], εὐαρέστως, Ὀδ. Α. 160· ἐπιτείνεται, [[ῥεῖα]] μάλ’ Ἰλ. Γ. 381, Ο. 362, κτλ.· ὡς [[ῥεῖα]], [[μετὰ]] πόσης εὐκολίας, πόσον εὐχερῶς, [[μετὰ]] πόσης εὐκινησίας! Π. 745, 749. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[ῥέα]];<br />facilement, aisément, agréablement. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. for ῥέα, ῥᾶ (qq. v.), (sts. elided, Il.15.356, Od.17.273), Adv. of ῥᾴδιος,
A easily, lightly, freq. in Hom. (v. infr.) and Hes. (Op.6, al., but ῥέα ib.5); θεοὶ ῥεῖα ζώοντες the gods who live at ease, Il.6.138, Od.4.805; τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή, ῥεῖα lightly, pleasantly, 1.160; strengthd. ῥεῖα μάλ' Il.3.381, 15.362, etc.; ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ easily, deftly, 16.745, cf. 749.
German (Pape)
[Seite 837] p., bes. ep. statt ῥέα, adv. zu ῥᾴδιος, leicht, ohne Mühe; oft bei Hom. u. Hes.; θεοὶ ῥεῖα ζώοντες, die ohne Mühe, ohne Sorge lebenden, Il. 6, 138 Od. 4, 805, von den Alten ἀμόχθως, ἀπόνως erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεῖα: Ἐπικ. ἀντὶ ῥέα, ῥᾷ, (ἐνίοτε ἐκθλίβεται, Ἰλ. Ο. 356, Ὀδ. Ρ. 273), ἐπίρρ. τοῦ ῥᾴδιος, εὐκόλως, εὐχερῶς, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδῳ· θεοὶ ῥεῖα ζώοντες, ἐν ἀνέσει καὶ εὐμαρεία ζῶντες, Λατ. securum agentes aevom, Ἰλ. Ζ. 138, Ὀδ. Δ. 805· τούτοισιν μὲν ταῦτα μέλει, κίθαρις καὶ ἀοιδή, ῥεῖα, εὐαρέστως, Ὀδ. Α. 160· ἐπιτείνεται, ῥεῖα μάλ’ Ἰλ. Γ. 381, Ο. 362, κτλ.· ὡς ῥεῖα, μετὰ πόσης εὐκολίας, πόσον εὐχερῶς, μετὰ πόσης εὐκινησίας! Π. 745, 749.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ῥέα;
facilement, aisément, agréablement.