ἀγαθοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαθοεργός''': συνῃρ. -ουργός, όν, (* [[ἔργω]]), ὁ τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει [[ἀγαθοεργία]]. - οἱ Ἀγαθοεργοί, ἐν Σπάρτῃ, οἱ [[πέντε]] γεραίτατοι καὶ ἐπιστημότατοι ἐκ τῶν ἱππέων, οἱ εἰς πρεσβείας [[ὑπὲρ]] τῆς πολιτείας ἀποστελλόμενοι, Ἡρόδ. 1, 67· ἴδ. αὐτ. Bähr καὶ Ρουγκ. Τιμ. ἐν λέξ. καὶ Γροτίου Ἑλλ. Ἱστ. τόμ. Β΄, σ. 478, 602.
|lstext='''ἀγαθοεργός''': συνῃρ. -ουργός, όν, (* [[ἔργω]]), ὁ τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει [[ἀγαθοεργία]]. - οἱ Ἀγαθοεργοί, ἐν Σπάρτῃ, οἱ [[πέντε]] γεραίτατοι καὶ ἐπιστημότατοι ἐκ τῶν ἱππέων, οἱ εἰς πρεσβείας [[ὑπὲρ]] τῆς πολιτείας ἀποστελλόμενοι, Ἡρόδ. 1, 67· ἴδ. αὐτ. Bähr καὶ Ρουγκ. Τιμ. ἐν λέξ. καὶ Γροτίου Ἑλλ. Ἱστ. τόμ. Β΄, σ. 478, 602.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait de bonnes œuvres, de belles actions ; [[οἱ]] Ἀγαθοεργοί nom des cinq vétérans de Sparte les plus renommés, auxquels on confiait certaines missions à l’étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγαθός]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαθοεργός Medium diacritics: ἀγαθοεργός Low diacritics: αγαθοεργός Capitals: ΑΓΑΘΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: agathoergós Transliteration B: agathoergos Transliteration C: agathoergos Beta Code: a)gaqoergo/s

English (LSJ)

(contr. ἀγαθουργός, Plu.2.1015e, Procl.Inst.122), όν,

   A doing good, Jul.Or.4.144d, Dam. Isid.296, Procl. in Alc.p.54C.:—οἱ Ἀ., at Sparta, Commissioners sent on foreign service, Hdt.1.67.

German (Pape)

[Seite 6] ἀγαθουργός. Bei den Spartanern die 5 ältesten zu Gesandtschaften gebrauchten Ritter (Tim. L. Pl. αἱρετοὶ κατ' ἀνδραγαθίαν), über die man Her. 1, 67 vgl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοεργός: συνῃρ. -ουργός, όν, (* ἔργω), ὁ τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἀγαθοεργία. - οἱ Ἀγαθοεργοί, ἐν Σπάρτῃ, οἱ πέντε γεραίτατοι καὶ ἐπιστημότατοι ἐκ τῶν ἱππέων, οἱ εἰς πρεσβείας ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀποστελλόμενοι, Ἡρόδ. 1, 67· ἴδ. αὐτ. Bähr καὶ Ρουγκ. Τιμ. ἐν λέξ. καὶ Γροτίου Ἑλλ. Ἱστ. τόμ. Β΄, σ. 478, 602.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait de bonnes œuvres, de belles actions ; οἱ Ἀγαθοεργοί nom des cinq vétérans de Sparte les plus renommés, auxquels on confiait certaines missions à l’étranger.
Étymologie: ἀγαθός, ἔργον.