ἑφθός: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑφθός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, [[κραμβίδιον]] ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον [[πάνυ]] Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς [[χρυσός]], Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., [[χαλαρός]], ἐκνενευρισμένος, [[νωθρός]], Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, [[νωθρότης]], ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.
|lstext='''ἑφθός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, [[κραμβίδιον]] ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον [[πάνυ]] Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς [[χρυσός]], Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., [[χαλαρός]], ἐκνενευρισμένος, [[νωθρός]], Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, [[νωθρότης]], ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />cuit, bouilli.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἕψω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑφθός Medium diacritics: ἑφθός Low diacritics: εφθός Capitals: ΕΦΘΟΣ
Transliteration A: hephthós Transliteration B: hephthos Transliteration C: efthos Beta Code: e(fqo/s

English (LSJ)

ή, όν, verb. Adj. of ἕψω,

   A boiled, of meat or fish, Hdt.2.77, Hp.VM13, E.Cyc.246, Ar.Pax717, Ecphantid.1, Pl.R.404c, etc.; of vegetables, Antiph.6; of water, Arist.Mete.380b10; of a hot bath, ἑφθόν [με] . . πεποίηκεν Antiph.245.    2 ἑφθὸς χρυσός refined gold, Simon.64.    II metaph., languid, unnerved, Hp.Epid.4.16.

German (Pape)

[Seite 1118] adj. verb. zu ἕψω, gekocht; Eur. Cycl. 246; Her. 2, 77; Plat. Rep. III, 404 c u. Folgde; übertr., matt, entkräftet, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑφθός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, κραμβίδιον ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον πάνυ Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς χρυσός, Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., χαλαρός, ἐκνενευρισμένος, νωθρός, Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, νωθρότης, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cuit, bouilli.
Étymologie: adj. verb. de ἕψω.