διαφυγή: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφῠγή''': ἡ, ([[διαφεύγω]]) [[καταφύγιον]], μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.
|lstext='''διαφῠγή''': ἡ, ([[διαφεύγω]]) [[καταφύγιον]], μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />moyen d’échapper par la fuite.<br />'''Étymologie:''' [[διαφεύγω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠγή Medium diacritics: διαφυγή Low diacritics: διαφυγή Capitals: ΔΙΑΦΥΓΗ
Transliteration A: diaphygḗ Transliteration B: diaphygē Transliteration C: diafygi Beta Code: diafugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A refuge, means of escape, Th.8.11; τινός from a thing, Pl.Prt.321a (pl.), al.; ἔκ τινος Plu.Alc.25.

German (Pape)

[Seite 612] ἡ, das Entfliehen; κινδύνου, aus der Gefahr, Plat. Legg. VIII. 836 b; Prot. 321 a; im plur., ἐκ τῶν παρόντων, Plut. Alc. 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῠγή: ἡ, (διαφεύγω) καταφύγιον, μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
moyen d’échapper par la fuite.
Étymologie: διαφεύγω.