Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλογίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, [[συμπεραίνω]], θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. [[ἐπιλογιστέον]]. ΙΙ. [[ἀπαγγέλλω]], [[λέγω]] τὸν ἐπίλογον, ὅτι [[ἔργον]] ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123.
|lstext='''ἐπιλογίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, [[συμπεραίνω]], θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. [[ἐπιλογιστέον]]. ΙΙ. [[ἀπαγγέλλω]], [[λέγω]] τὸν ἐπίλογον, ὅτι [[ἔργον]] ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιλογίσομαι, <i>att.</i> ἐπιλογιοῦμαι, <i>ao.</i> ἐπελογισάμην <i>ou</i> ἐπελογίσθην;<br /><b>1</b> tenir compte de, considérer, acc.;<br /><b>2</b> penser à, réfléchir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λογίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλογίζομαι Medium diacritics: ἐπιλογίζομαι Low diacritics: επιλογίζομαι Capitals: ΕΠΙΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epilogízomai Transliteration B: epilogizomai Transliteration C: epilogizomai Beta Code: e)pilogi/zomai

English (LSJ)

Att. fut.

   A -λογῐοῦμαι Pl.Ax.365b: aor. -ελογισάμην X. (v. infr.), D. (v. infr.), -ελογίσθην Hdt. (v. infr.): pf. -λελόγισμαι D.H.3.15:— reckon over, conclude, consider, ὅτι . . Hdt.7.177, D.44.34, Pl. l.c., Phld.Sign.8,al.; τὰ ἄλλα ὀρθῶς ἐ. D.H.l.c.; take into account, οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο X.HG7.5.16; οὐκ ἐπιλογίζεται τὸ τέταρτον, of the Egyptian year of 365 days, Procl.Hyp.3.56; ἐ. δείγμασιν οὐκ ἀμφιβόλοις Theol.Ar.33:—Pass., τὰ βουλαῖς -λογισθέντα Ph.1.428, cf. Phld.D.1.15.    II. address the peroration, πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Theodect. ap.Rh.7.33 W.

German (Pape)

[Seite 958] dep. med., bei Her. aor. pass., überdenken, überlegen, berücksichtigen, ἐπιλογισθέντες ὅτι ἕξουσι Her. 7, 177; praes., Plat. Ax. 365 d; οὐδὲν τούτου ἐπελογίσαντο Xen. Hell. 7, 5, 16, sie kehrten sich nicht daran. – Dabei überlegen, τινί, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, συμπεραίνω, θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. ἐπιλογιστέον. ΙΙ. ἀπαγγέλλω, λέγω τὸν ἐπίλογον, ὅτι ἔργον ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιλογίσομαι, att. ἐπιλογιοῦμαι, ao. ἐπελογισάμην ou ἐπελογίσθην;
1 tenir compte de, considérer, acc.;
2 penser à, réfléchir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, λογίζομαι.