ἀγυρτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγυρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων χαρακτῆρα ἀγύρτου, [[ἀλήτης]], [[πλάνης]], ἀγ. [[μάντις]], Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· ὁ ἐξαπατῶν, πίνακες, ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτων. Συγκρ. 3· τό ἀγ. γένος, ὁ αὐτ. 2. 407 C. τὸ ἀγ., ως οὐσιαστ. [[ἀπάτη]], Στράβ. 474: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. | |lstext='''ἀγυρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων χαρακτῆρα ἀγύρτου, [[ἀλήτης]], [[πλάνης]], ἀγ. [[μάντις]], Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· ὁ ἐξαπατῶν, πίνακες, ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτων. Συγκρ. 3· τό ἀγ. γένος, ὁ αὐτ. 2. 407 C. τὸ ἀγ., ως οὐσιαστ. [[ἀπάτη]], Στράβ. 474: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγύρτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A vagabond, μάντις Plu.Lyc.9; juggling, πίνακες Id.Comp.Aristid.Cat.3; τὸ ἀ. γένος Id.2.407c; τὸ ἀ. jugglery, Str. 10.3.23. Adv. -κῶς Hierocl.in CA26p.479M.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυρτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων χαρακτῆρα ἀγύρτου, ἀλήτης, πλάνης, ἀγ. μάντις, Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· ὁ ἐξαπατῶν, πίνακες, ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτων. Συγκρ. 3· τό ἀγ. γένος, ὁ αὐτ. 2. 407 C. τὸ ἀγ., ως οὐσιαστ. ἀπάτη, Στράβ. 474: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de charlatan.
Étymologie: ἀγύρτης.