ἀγριάς: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγριάς''': -άδος, ἡ, = ἀγρία, παράδοξον θηλ. τοῦ [[ἄγριος]], Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 28, Ἄρατ., κτλ.· ἄμπελον ἀγριάδα, Ἀνθ. Π. 9. 561. | |lstext='''ἀγριάς''': -άδος, ἡ, = ἀγρία, παράδοξον θηλ. τοῦ [[ἄγριος]], Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 28, Ἄρατ., κτλ.· ἄμπελον ἀγριάδα, Ἀνθ. Π. 9. 561. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>adj. f.</i><br />sauvage ; <i>subst.</i> ἡ [[ἀγριάς]] ([[ἄμπελος]]) vigne sauvage, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, = fem. of ἄγριος,
A wild, A.R.1.28; νῆσσαι Arat. 918; αἶγες Call.Aet.3.1.13; ἄμπελον ἀ. AP9.561 (Phil.), cf. Numen. ap.Ath.371c. II Ἀγριάδες, αἱ, Nymphs, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριάς: -άδος, ἡ, = ἀγρία, παράδοξον θηλ. τοῦ ἄγριος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 28, Ἄρατ., κτλ.· ἄμπελον ἀγριάδα, Ἀνθ. Π. 9. 561.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
adj. f.
sauvage ; subst. ἡ ἀγριάς (ἄμπελος) vigne sauvage, plante.
Étymologie: ἄγριος.