ἀζήμιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀζήμιος''': -ον, ἀπηλλαγμένος περαιτέρω ζημίας, τιμωρίας χρηματικῆς, Ἡρόδ. 6. 92. 2) [[ἄνευ]] ζημίας, χωρὶς νὰ ὑποστῇ βλάβην, Λατ. immunisϏ ἄπιθι ἀζ., ὁ αὐτ. 1. 212. - ἐν νομικῇ χρήσει, ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρεχέτω, Πλάτ. Νόμ. 865CϏ [[ἀτιμώρητος]], Εὐρ. Μήδ. 1050, Ἀριστοφ. Βάτρ. 407, Ἀντιφῶν 123. 37, κτλ. - ὑπό τινος. Πλάτ. Πολ. 366Α˙ ὁ μὴ [[ἄξιος]] τιμωρίας, Σοφ. Ἠλ. 1102˙ μ. γεν. ἀσεβημάτων ἀζ., Πολύβ. 2. 60. 5. - Ἐπίρρ. -ίως, = ἀτιμωρήτως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 10˙ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] ἀπάτης, = τιμίως, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 4, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἰσοδυναμῶν πρὸς τιμωρίαν, [[ἀβλαβής]], ἐπὶ αὐστηρᾶς προσβλέψεως, Θουκ. 2. 37. οὐκ ἀζ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 5, 1.
|lstext='''ἀζήμιος''': -ον, ἀπηλλαγμένος περαιτέρω ζημίας, τιμωρίας χρηματικῆς, Ἡρόδ. 6. 92. 2) [[ἄνευ]] ζημίας, χωρὶς νὰ ὑποστῇ βλάβην, Λατ. immunisϏ ἄπιθι ἀζ., ὁ αὐτ. 1. 212. - ἐν νομικῇ χρήσει, ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρεχέτω, Πλάτ. Νόμ. 865CϏ [[ἀτιμώρητος]], Εὐρ. Μήδ. 1050, Ἀριστοφ. Βάτρ. 407, Ἀντιφῶν 123. 37, κτλ. - ὑπό τινος. Πλάτ. Πολ. 366Α˙ ὁ μὴ [[ἄξιος]] τιμωρίας, Σοφ. Ἠλ. 1102˙ μ. γεν. ἀσεβημάτων ἀζ., Πολύβ. 2. 60. 5. - Ἐπίρρ. -ίως, = ἀτιμωρήτως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 10˙ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] ἀπάτης, = τιμίως, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 4, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἰσοδυναμῶν πρὸς τιμωρίαν, [[ἀβλαβής]], ἐπὶ αὐστηρᾶς προσβλέψεως, Θουκ. 2. 37. οὐκ ἀζ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 5, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui ne souffre aucun dommage;<br /><b>2</b> impuni;<br /><b>3</b> qui ne mérite aucune peine;<br /><b>4</b> quitte d’une amende;<br /><b>II.</b> qui n’entraîne aucun dommage matériel.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ζημία]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀζήμιος Medium diacritics: ἀζήμιος Low diacritics: αζήμιος Capitals: ΑΖΗΜΙΟΣ
Transliteration A: azḗmios Transliteration B: azēmios Transliteration C: azimios Beta Code: a)zh/mios

English (LSJ)

ον,

   A free from further payment, Hdt.6.92.    2 without loss, scot-free, ἄπιθι ἀ. Id.1.212; ἀβλαβῆ παρεχέτω καὶ ἀζήμιον Pl.Lg. 865c; unpunished, E.Med. 1050, Ar.Ra.408, Antipho 3.3.10, etc.; ὑπὸ θεῶν Pl.R.366a; not liable to penalty, ναῦς IG1.40; not deserving punishment, S.El.1102, etc.: c.gen., ἀσεβημάτων ἀ. Plb.2.60.5. Adv. -ίως with impunity, Philem.94.5: also, without fraud, honestly, J.AJ 15.4.4; ἐκδικεῖν Cod.Just.1.2.17.    II Act., harmless, of sour looks, Th.2.37; οὐκ ἀ. J.AJ15.5.1, cf. Ph.1.428, 2.246.

Greek (Liddell-Scott)

ἀζήμιος: -ον, ἀπηλλαγμένος περαιτέρω ζημίας, τιμωρίας χρηματικῆς, Ἡρόδ. 6. 92. 2) ἄνευ ζημίας, χωρὶς νὰ ὑποστῇ βλάβην, Λατ. immunisϏ ἄπιθι ἀζ., ὁ αὐτ. 1. 212. - ἐν νομικῇ χρήσει, ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρεχέτω, Πλάτ. Νόμ. 865CϏ ἀτιμώρητος, Εὐρ. Μήδ. 1050, Ἀριστοφ. Βάτρ. 407, Ἀντιφῶν 123. 37, κτλ. - ὑπό τινος. Πλάτ. Πολ. 366Α˙ ὁ μὴ ἄξιος τιμωρίας, Σοφ. Ἠλ. 1102˙ μ. γεν. ἀσεβημάτων ἀζ., Πολύβ. 2. 60. 5. - Ἐπίρρ. -ίως, = ἀτιμωρήτως, Φιλήμ. Ἄδηλ. 10˙ ὡσαύτως ἄνευ ἀπάτης, = τιμίως, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 4, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἰσοδυναμῶν πρὸς τιμωρίαν, ἀβλαβής, ἐπὶ αὐστηρᾶς προσβλέψεως, Θουκ. 2. 37. οὐκ ἀζ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui ne souffre aucun dommage;
2 impuni;
3 qui ne mérite aucune peine;
4 quitte d’une amende;
II. qui n’entraîne aucun dommage matériel.
Étymologie: ἀ, ζημία.