ὑδαρής: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδαρής''': -ές, γεν. έος· ([[ὕδωρ]])· - «νερουλός», [[διαχώρημα]] Ἱππ. Προγν. 40· καταμήνια ὑδαρέστερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 40. 1. 16· ἰχῶρες [[αὐτόθι]] 7. 9, 2, κλπ. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ οἴνου μεμιγμένος [[μετὰ]] πολλοῦ ὕδατος, «νερωμένος», ὑδαρῆ ’νέχεέν σοι; - [[παντάπασι]] μὲν οὖν [[ὕδωρ]] Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 4, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ξεν. Λακ. 1, 3, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1, ἐν «Τοκιστῇ» 1· κεράννυται οὔθ’ ὑδαρὲς οὔτ’ ἄκρατον Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκοντιζομένῃ» 1. 4· ὑδ. [[κυλίκιον]] Λυκόφρ. ὁ Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420C. - Ἐπίρρ., [[οἶνος]] ὑδαρῶς συγκεκραμένος Μοσχίων· - ἴδε [[κιρνάω]] ἐν τέλ. 3) μεταφορ., [[ἀδύνατος]], [[χαλαρός]], ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798 [[φιλία]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 7 [[μῦθος]] ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 13· τὸ ὑδ. τοῦ φρονήματος Κλήμ. Ἀλ. 184. ΙΙ. ἐπὶ χρώματος, ὑδατόχρους, [[ὠχρός]], [[ὄμμα]] προβάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 17.
|lstext='''ὑδαρής''': -ές, γεν. έος· ([[ὕδωρ]])· - «νερουλός», [[διαχώρημα]] Ἱππ. Προγν. 40· καταμήνια ὑδαρέστερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 40. 1. 16· ἰχῶρες [[αὐτόθι]] 7. 9, 2, κλπ. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ οἴνου μεμιγμένος [[μετὰ]] πολλοῦ ὕδατος, «νερωμένος», ὑδαρῆ ’νέχεέν σοι; - [[παντάπασι]] μὲν οὖν [[ὕδωρ]] Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 4, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ξεν. Λακ. 1, 3, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1, ἐν «Τοκιστῇ» 1· κεράννυται οὔθ’ ὑδαρὲς οὔτ’ ἄκρατον Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκοντιζομένῃ» 1. 4· ὑδ. [[κυλίκιον]] Λυκόφρ. ὁ Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420C. - Ἐπίρρ., [[οἶνος]] ὑδαρῶς συγκεκραμένος Μοσχίων· - ἴδε [[κιρνάω]] ἐν τέλ. 3) μεταφορ., [[ἀδύνατος]], [[χαλαρός]], ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798 [[φιλία]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 7 [[μῦθος]] ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 13· τὸ ὑδ. τοῦ φρονήματος Κλήμ. Ἀλ. 184. ΙΙ. ἐπὶ χρώματος, ὑδατόχρους, [[ὠχρός]], [[ὄμμα]] προβάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 17.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />mélangé d’eau, <i>càd</i> faible (vin).<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰρής Medium diacritics: ὑδαρής Low diacritics: υδαρής Capitals: ΥΔΑΡΗΣ
Transliteration A: hydarḗs Transliteration B: hydarēs Transliteration C: ydaris Beta Code: u(darh/s

English (LSJ)

ές, (ὕδωρ)

   A watery, ὑδαρὲς διαχωρεῖν Hp.Prog.11; ἰχῶρες Arist.HA586b33, etc.    2 mostly of wine, mixed with too much water, ὑδαρἦ 'νέχεέν σοι;—παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Pherecr. 70, cf. Hp. Aër.9 (Sup.), X.Lac.1.3, Alex.226, 230, Gal.6.272 (Comp.); κεράννυται οὔθ' ὑδαρὲς οὔτ' ἄκρατον Antiph. 24; κυλίκιον ὑ. Lyc.Fr.2: metaph., τὸ χρύσιον κέρναν ὐδαρέστερον, i.e. mix with a higher proportion of alloy, IG12(2).1.14 (Mytil., iv B. C.).    3 metaph., washy, feeble, languid, ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι A.Ag.798 (anap.); φιλία Arist.Pol.1262b15; μῦθος Id.Po.1462b7; ὑ. καὶ ψυχρὸς λόγος D.H.Din. 11.    II of colour, watery, pale grey, ὄμμα προβάτων Arist.GA779a32.    III of taste, insipid, as plums, Thphr.HP1.12.1.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, wässerig, durch Wasser verdünnt, verfälscht; eigtl. vom Weine, Ggstz ἄκρατος, Antiphan. bei Ath. V, 441 b; Xen. Lac. 1, 3; Arist. H. A. 7, 12; dah. übertr., geschwächt, oder falsch, verstellt, φιλότης Aesch. Ag. 772.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδαρής: -ές, γεν. έος· (ὕδωρ)· - «νερουλός», διαχώρημα Ἱππ. Προγν. 40· καταμήνια ὑδαρέστερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 40. 1. 16· ἰχῶρες αὐτόθι 7. 9, 2, κλπ. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ οἴνου μεμιγμένος μετὰ πολλοῦ ὕδατος, «νερωμένος», ὑδαρῆ ’νέχεέν σοι; - παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 4, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ξεν. Λακ. 1, 3, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1, ἐν «Τοκιστῇ» 1· κεράννυται οὔθ’ ὑδαρὲς οὔτ’ ἄκρατον Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκοντιζομένῃ» 1. 4· ὑδ. κυλίκιον Λυκόφρ. ὁ Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420C. - Ἐπίρρ., οἶνος ὑδαρῶς συγκεκραμένος Μοσχίων· - ἴδε κιρνάω ἐν τέλ. 3) μεταφορ., ἀδύνατος, χαλαρός, ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798 φιλία Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 7 μῦθος ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 13· τὸ ὑδ. τοῦ φρονήματος Κλήμ. Ἀλ. 184. ΙΙ. ἐπὶ χρώματος, ὑδατόχρους, ὠχρός, ὄμμα προβάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 17.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mélangé d’eau, càd faible (vin).
Étymologie: ὕδωρ.