δευσοποιός: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ. | |lstext='''δευσοποιός''': -όν, ([[δεύω]]) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, [[ἀνεξίτηλος]], ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ [[δυσέκνιπτος]] Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., [[δόξα]] δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· [[πονηρία]] Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert à teindre, qui teint;<br /><b>2</b> teint ; indélébile, ineffaçable.<br />'''Étymologie:''' [[δεύω]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
όν, (δεύω A)
A deeply dyed, fast, of colours, δ. γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf.Alex.141.9, D.Chr. 77.4; δ. σπάργανα Diph.72.2; δ. φάρμακα Luc.Im.16; δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA16.1: metaph., δόξα δ. Pl.R.430a; πονηρία Din.2.4; δέος Plu.Alex.74. Adv. -ῶς Simp.in Cat.253.28. 2 title of play by Apollod. Gel., Suid. 3 = βαφεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 552] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., βαφή, dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., δόξα IV, 430 a; πονηρία Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 ἔμμονος, ἀνίατος erkl. wird; δέος Plut. Alex. 74.
Greek (Liddell-Scott)
δευσοποιός: -όν, (δεύω) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, ἀνεξίτηλος, ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ δυσέκνιπτος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., δόξα δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· πονηρία Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui sert à teindre, qui teint;
2 teint ; indélébile, ineffaçable.
Étymologie: δεύω, ποιέω.