ὑπολανθάνω: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπολανθάνω''': μέλλ. -[[λήσω]], [[κεῖμαι]] ὑποκεκρυμμένος, [[λανθάνω]] ὑπάρχων [[ὑποκάτω]], «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν (δηλ. ἡ [[σμῖλαξ]]) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει [[αὐτόθι]] 201, 29. | |lstext='''ὑπολανθάνω''': μέλλ. -[[λήσω]], [[κεῖμαι]] ὑποκεκρυμμένος, [[λανθάνω]] ὑπάρχων [[ὑποκάτω]], «καὶ [[ἐκείνη]] μὲν (δηλ. ἡ [[σμῖλαξ]]) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. [[διαφεύγω]] τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει [[αὐτόθι]] 201, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπολήσω, <i>ao.2</i> ὑπέλαθον, <i>etc.</i><br />être caché sous.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λανθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A lie concealed under, Ael.VH3.1, Lyd.Ost.9b.
German (Pape)
[Seite 1223] (s. λανθάνω), darunter versteckt od. verborgen sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολανθάνω: μέλλ. -λήσω, κεῖμαι ὑποκεκρυμμένος, λανθάνω ὑπάρχων ὑποκάτω, «καὶ ἐκείνη μὲν (δηλ. ἡ σμῖλαξ) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει αὐτόθι 201, 29.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπολήσω, ao.2 ὑπέλαθον, etc.
être caché sous.
Étymologie: ὑπό, λανθάνω.