ἐξοστρακίζω: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξοστρᾰκίζω''': [[ἐξορίζω]] δι’ ὀστρακισμοῦ, Ἡρόδ. 8. 79, Ἀνδοκ. 33. 24, Λυσ. 143. 27, Πλάτ. Γοργ. 516D· κἀξοστρακισθεὶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λουκ. π. Θυσιῶν 4· οὕτω δὲ (καὶ [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τεθραυσμένων ἀγγείων, ὀστράκων), ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθεὶς Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 57, Meineke. | |lstext='''ἐξοστρᾰκίζω''': [[ἐξορίζω]] δι’ ὀστρακισμοῦ, Ἡρόδ. 8. 79, Ἀνδοκ. 33. 24, Λυσ. 143. 27, Πλάτ. Γοργ. 516D· κἀξοστρακισθεὶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λουκ. π. Θυσιῶν 4· οὕτω δὲ (καὶ [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τεθραυσμένων ἀγγείων, ὀστράκων), ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθεὶς Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 57, Meineke. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> bannir par ostracisme;<br /><b>2</b> bannir <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀστρακίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A banish by ostracism, Hdt.8.79, And.4.32, Lys.14.39, Pl.Grg.516d; ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Luc.Sacr.4:—Pass., Themist.Ep. 2; also (with a play on broken pots, ὄστρακα) ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς Ar.Fr.593; ἐξωστράκισται πᾶν τὸ χρήσιμον ἐκ τῶν πραγμάτων Demad. 53; ἐξωστρακίσθησαν τῆς ἀληθείας Anon.Alch. in Gött.Nachr.1919.14.
German (Pape)
[Seite 888] durch das Scherbengericht verbannen; Her. 8, 79; Plat. Gorg. 516 d, Redner; übh. verbannen, vertreiben, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Luc. sacr. 4. Komisch Ar. bei Plut. Ar. et Menandri comp. 1 ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοστρᾰκίζω: ἐξορίζω δι’ ὀστρακισμοῦ, Ἡρόδ. 8. 79, Ἀνδοκ. 33. 24, Λυσ. 143. 27, Πλάτ. Γοργ. 516D· κἀξοστρακισθεὶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Λουκ. π. Θυσιῶν 4· οὕτω δὲ (καὶ μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τεθραυσμένων ἀγγείων, ὀστράκων), ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθεὶς Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 57, Meineke.
French (Bailly abrégé)
1 bannir par ostracisme;
2 bannir en gén.
Étymologie: ἐξ, ὀστρακίζω.