ὑποφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφεύγω''': μέλλ. -ξομαι, [[ἐκφεύγω]], κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· [[οἷον]] δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς [[ἦμαρ]] Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον [[ἀπομακρύνομαι]], Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β.
|lstext='''ὑποφεύγω''': μέλλ. -ξομαι, [[ἐκφεύγω]], κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· [[οἷον]] δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς [[ἦμαρ]] Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον [[ἀπομακρύνομαι]], Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β.
}}
{{bailly
|btext=fuir secrètement, s’esquiver : τινα IL échapper à qqn ; [[τι]] à qch (à un danger, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φεύγω]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφεύγω Medium diacritics: ὑποφεύγω Low diacritics: υποφεύγω Capitals: ΥΠΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: hypopheúgō Transliteration B: hypopheugō Transliteration C: ypofeygo Beta Code: u(pofeu/gw

English (LSJ)

Ion. Iterat. ὑποφεύγεσκε v.l. in Hdt.2.174:—

   A flee from under, shun, τινα Il.22.200, E.El.1343 (anap.); φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Il.21.57; ὑ. τὸν πλοῦν withdraw from, endeavour to evade, Th. 4.28.    II abs., retire a little, withdraw, Hdt.4.111,120, Th.3.97; evade, Pl.Lg.762b.    2 of land, recede, Peripl.M.Rubr.26.    3 pass under or through, τὴν λῆξιν καὶ τὴν αὔξησιν δι' ἧς ὑ. ἡ φύσις Zos.Alch.p.108B.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφεύγω: μέλλ. -ξομαι, ἐκφεύγω, κατορθώνω νὰ φύγω, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν· οὔτ’ ἄρ’ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν, οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 200, Εὐρ. Ἠλ. 1343· οἷον δὴ καὶ ὅδ’ ἦλθε φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Ἰλ. Φ. 57· ὑπ. τὸν πλοῦν ἀποσύρομαι, ἀπό τινος, προσπαθῶ νὰ ἀποφύγω τι, Θουκ. 4. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποσύρομαι ὀλίγον ἀπομακρύνομαι, Ἡρόδ. 4. 111, 120, Θουκυδ. 3. 97, Πλάτ. Νόμ. 762Β.

French (Bailly abrégé)

fuir secrètement, s’esquiver : τινα IL échapper à qqn ; τι à qch (à un danger, etc.).
Étymologie: ὑπό, φεύγω.