ψιλότης: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῑλότης''': -ητος, ἡ, [[γυμνότης]], ἐπὶ πεδιάδος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλουτ. Φάβ. 11. 2) [[φαλακρότης]], ὁ αὐσ. ἐν Γάλβ. 27· ― [[λειότης]], ἐπὶ τοῦ γυναικείου σώματος, ὁ αὐτ. 2.651Α· ἀντίθετον τῷ [[τραχύτης]], [[αὐτόθι]] 979Α· τῷ [[δασύτης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 23. ΙΙ.ἡ [[ἔλλειψις]] δασέος πνεύματος (πρβλ. ψιλὸς VI. 2), ἀντίθετον τῷ [[δασύτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. 2) ἡ ψιλή, τὸ ψιλὸν [[πνεῦμα]], spiritus lenis, Πολύβ. 10, 47, 10. | |lstext='''ψῑλότης''': -ητος, ἡ, [[γυμνότης]], ἐπὶ πεδιάδος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλουτ. Φάβ. 11. 2) [[φαλακρότης]], ὁ αὐσ. ἐν Γάλβ. 27· ― [[λειότης]], ἐπὶ τοῦ γυναικείου σώματος, ὁ αὐτ. 2.651Α· ἀντίθετον τῷ [[τραχύτης]], [[αὐτόθι]] 979Α· τῷ [[δασύτης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 23. ΙΙ.ἡ [[ἔλλειψις]] δασέος πνεύματος (πρβλ. ψιλὸς VI. 2), ἀντίθετον τῷ [[δασύτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. 2) ἡ ψιλή, τὸ ψιλὸν [[πνεῦμα]], spiritus lenis, Πολύβ. 10, 47, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ότητος (ἡ) :<br /><b>1</b> manque de cheveux, calvitie ; manque de barbe;<br /><b>2</b> nudité d’une plaine <i>ou</i> d’un champ sans arbres;<br /><b>3</b> peau lisse ; <i>en gén.</i> surface lisse.<br />'''Étymologie:''' [[ψιλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A bareness, τῆς γῆς Hp.Aër. 19, cf. Plu.Fab.11. 2 baldness, Id.Galb.27: pl., Artem.1.21. 3 smoothness, of a woman's body, Plu.2.651a; opp. τραχύτης, ib. 979a; opp. δασύτης, Arist.HA499a11. II tenuity (cf. ψιλός VI. 2), opp. δασύτης, Id.Po.1456b32, D.H.Comp.14. 2 the spiritus lenis, Plb.10.47.10 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1400] ητος, ἡ, 1) Nacktheit, Kahlheit, Plut. Fab. 11 Galb. 27 u. sonst. – 2) bei den Gramm. der spiritus lenis, auch Pol. 10, 47, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλότης: -ητος, ἡ, γυμνότης, ἐπὶ πεδιάδος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλουτ. Φάβ. 11. 2) φαλακρότης, ὁ αὐσ. ἐν Γάλβ. 27· ― λειότης, ἐπὶ τοῦ γυναικείου σώματος, ὁ αὐτ. 2.651Α· ἀντίθετον τῷ τραχύτης, αὐτόθι 979Α· τῷ δασύτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 23. ΙΙ.ἡ ἔλλειψις δασέος πνεύματος (πρβλ. ψιλὸς VI. 2), ἀντίθετον τῷ δασύτης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. 2) ἡ ψιλή, τὸ ψιλὸν πνεῦμα, spiritus lenis, Πολύβ. 10, 47, 10.
French (Bailly abrégé)
ότητος (ἡ) :
1 manque de cheveux, calvitie ; manque de barbe;
2 nudité d’une plaine ou d’un champ sans arbres;
3 peau lisse ; en gén. surface lisse.
Étymologie: ψιλός.