ναός: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νᾱός''': Ἰων. [[νηός]], Ἀττ. [[νεώς]], ἀλλ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[σπάνιος]] παρὰ τοῖς Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, Εὐρ.· ([[ναίω]]): τὸ [[κατοικητήριον]] θεοῦ, «παρὰ τὸ ἐνναίειν ἐν αὐτῷ τὸν θεὸν» (Γλωσσ.), [[ναός]], Ὅμηρ. ([[ὅστις]], ὡς ὁ Ἡρόδ., μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰων. τύπον), Ἰλ. Α. 39, κ. ἀλλ., Πίνδ. κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνδότατον [[μέρος]] ναοῦ, ὁ [[σηκός]], Ἡρόδ. 1. 183: τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[ἄγαλμα]] τοῦ θεοῦ ἦτο τεθειμένον, [[σηκός]], ἄδυτον, Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19, Ξεν. Ἀπολ. 15, - ἡ λέξ. ἱερὸν ἔχει γενικωτέραν σημασ., ἴδε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - (Ὁ Αἰλο. [[τύπος]] [[ναῦος]] (δηλ. νᾶFος), ἀπαντῶν ἐν Λεσβίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2166. 38, καὶ ἔν τινι Κυμαίᾳ ἐπιγραφ. [[αὐτόθι]] 3524. 6 καὶ 16, φαίνεται δικαιολογῶν τὸ ᾱ). | |lstext='''νᾱός''': Ἰων. [[νηός]], Ἀττ. [[νεώς]], ἀλλ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[σπάνιος]] παρὰ τοῖς Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, Εὐρ.· ([[ναίω]]): τὸ [[κατοικητήριον]] θεοῦ, «παρὰ τὸ ἐνναίειν ἐν αὐτῷ τὸν θεὸν» (Γλωσσ.), [[ναός]], Ὅμηρ. ([[ὅστις]], ὡς ὁ Ἡρόδ., μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰων. τύπον), Ἰλ. Α. 39, κ. ἀλλ., Πίνδ. κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνδότατον [[μέρος]] ναοῦ, ὁ [[σηκός]], Ἡρόδ. 1. 183: τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[ἄγαλμα]] τοῦ θεοῦ ἦτο τεθειμένον, [[σηκός]], ἄδυτον, Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19, Ξεν. Ἀπολ. 15, - ἡ λέξ. ἱερὸν ἔχει γενικωτέραν σημασ., ἴδε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - (Ὁ Αἰλο. [[τύπος]] [[ναῦος]] (δηλ. νᾶFος), ἀπαντῶν ἐν Λεσβίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2166. 38, καὶ ἔν τινι Κυμαίᾳ ἐπιγραφ. [[αὐτόθι]] 3524. 6 καὶ 16, φαίνεται δικαιολογῶν τὸ ᾱ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> temple;<br /><b>2</b> partie intérieure du temple où était placée la statue du dieu, chapelle, sanctuaire;<br /><b>3</b> sorte de niche portative où était déposée la statuette d’un dieu, <i>en Égypte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ναίω]].<br /><span class="bld">2</span><i>gén. dor. de</i> [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. and Att. poet. gen. from ναῦς. Νᾶος,
A v. Νάϊος.
νᾱός, ὁ, Dor., Thess., etc. form, Leg.Gort.1.42, IG9(2).517.45 (Larissa, iii B.C.), etc., used also in Trag. (even dialogue) to the exclusion of νεώς, S.El.8, E.Hipp.31, al., exc. A.Pers.810, rare in Att. Prose and Com., Pl.R.394a, Lg.738c, 814b, Arist.EN1174a24, Posidipp. 29.1, more freq. in X., HG2.3.20, An.5.3.9, al., found in Att. Inscrr.from iii B.C., IG22.1314.18, 1315.28, etc., and in Hellenistic and later Gr. (along with νεώς), SIG277 (Priene, iv B.C.), 214 (Phanagoria, iv B.C.), 494.3 (Delph., iii B.C.), LXX 1 Ki.1.9, al. (νεώς only in
A 2 Ma.), UPZ6.22 (ii B.C.), Plb.9.30.2 (νεώς Plb. 10.4.4), etc.; Ion.νηός, always in Hom. and Hdt. (v. infr.), but gen. νε[ώ] IG12(7).1.4 (Amorgos, v B.C.); dat. νειῴ Michel832.38 (Samos, iv B.C.); Att. νεώς (Attic Inscrr. of v-iii B.C. (v. infr.), once in Trag. (v. supr.), freq. in Prose authors and found in Com. (v. infr.)); declension, nom. νεώς X.HG 1.6.1; gen. νεώ IG12.4.9,80.6, Ar.Pl.733, IG22.1524.45, SIG1219.32 (Gambreum, iii B.C.); dat. νεῴ IG12.6.122, 256.4, Antipho6.39, Alex.40.3, IG22.1504.7; acc. νεών ib.12.24.13, al., X.HG6.5.9, Ar. Nu.401, Pl.741, Philem.139, f.l. in E.HF340, later νεώ IG22.212.35 (iv B.C.), al., LXX 2 Ma.6.2, al., D.S.16.58 (v.l. νεών), SIG877A10 (ii/ iii A.D.), v.l. in D.H.4.26, but νεών Aristid.Or.27(16).19 (v.l. νεώ), Ach.Tat.3.6 (v.l. νεώ Bast Epist.Crit.p.176), etc.: pl. nom. νεῴ X. HG6.4.7; acc. νεώς A.Pers.810, Isoc.5.117, Plb.10.4.4; dat. νεῴς IG12.384; on the accent v. Hdn.Gr.1.8: Aeol. ναῦος Alc.9, IG12 (2).60.27 (Mytil.); Spartan ναϝός ib.5(1).1564 (pl., found at Delos, v/iv B.C.):—temple, Il.1.39, al., Pi.O.13.21 (pl.), etc. II inmost part of a temple, shrine containing the image of the god, Hdt.1.183, 6.19, X.Ap.15, UPZl.c.; ἐν παντὶ ἱερῷ ὅπου ναός ἐστι PGnom.79 (ii A.D.). III portable shrine carried in processions, Hdt.2.63, D.S.1.15, etc. IV metaph., of Christians, ν. θεοῦ ἐστε 1 Ep.Cor. 3.16; of the body of Christ, Ev.Jo.2.19,21. [νᾰόν and νᾰῶ Orph.Fr. 32biv (Phaestus, ii B.C.); elsewh. ᾱ.] (Perh. fr. νᾰσ-ϝός, cf. ναίω.)
German (Pape)
[Seite 228] ὁ, ion. νηός, att. νεώς (ναίω, also eigtl. jede Wohnung), die Wohnung eines Gottes auf der Erde, der Temp el; εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, Il. 1, 39; ἑῷ ἐνὶ πίονι νηῷ, 2, 549; ὅθι οἱ νηός γ' ἐτέτυκτο, 5, 446, öfter; Πύθιον ναὸν καταβάντα, Pind. P. 4, 55; θεῶν ναοῖσιν, Ol. 13, 21, öfter; ναοὺς ἱκέσθαι δαιμόνων, Soph. O. R. 912; ἀμφικίονες, Ant. 286, öfter, wie bei Eur.; auch Plat. hat βωμοὺς καὶ ναούς, Legg. V, 738 c, ναῶν, Rep. III, 394 a; Xen. An. 5, 3, 9 u. sonst einzeln in att. Prosa für νεώς, w. m. vgl. – Insbesondere auch der innere Tempelraum, das Schiff, Her. 1, 183; u. der Ort, in welchem das Bild des Gottes steht, sonst σηκός, Valck. Her. 6, 19, also ein Theil des ἱερόν, mit dem es fast gleichbedeutend gebraucht wird.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱός: Ἰων. νηός, Ἀττ. νεώς, ἀλλ ὁ τύπος οὗτος εἶναι σπάνιος παρὰ τοῖς Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 810, Εὐρ.· (ναίω): τὸ κατοικητήριον θεοῦ, «παρὰ τὸ ἐνναίειν ἐν αὐτῷ τὸν θεὸν» (Γλωσσ.), ναός, Ὅμηρ. (ὅστις, ὡς ὁ Ἡρόδ., μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰων. τύπον), Ἰλ. Α. 39, κ. ἀλλ., Πίνδ. κτλ. ΙΙ. τὸ ἐνδότατον μέρος ναοῦ, ὁ σηκός, Ἡρόδ. 1. 183: τὸ μέρος ἔνθα τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ ἦτο τεθειμένον, σηκός, ἄδυτον, Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19, Ξεν. Ἀπολ. 15, - ἡ λέξ. ἱερὸν ἔχει γενικωτέραν σημασ., ἴδε Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - (Ὁ Αἰλο. τύπος ναῦος (δηλ. νᾶFος), ἀπαντῶν ἐν Λεσβίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2166. 38, καὶ ἔν τινι Κυμαίᾳ ἐπιγραφ. αὐτόθι 3524. 6 καὶ 16, φαίνεται δικαιολογῶν τὸ ᾱ).
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
1 temple;
2 partie intérieure du temple où était placée la statue du dieu, chapelle, sanctuaire;
3 sorte de niche portative où était déposée la statuette d’un dieu, en Égypte.
Étymologie: ναίω.
2gén. dor. de ναῦς.