πλεονασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεονασμός''': ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
|lstext='''πλεονασμός''': ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />surabondance, excès.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονασμός Medium diacritics: πλεονασμός Low diacritics: πλεονασμός Capitals: ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: pleonasmós Transliteration B: pleonasmos Transliteration C: pleonasmos Beta Code: pleonasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A superabundance, excess, ὑγρότητος, τῶν μερῶν, Arist.GA780a20, 770b28, cf. Chrysipp.Stoic.3.114, 130, Porph.Antr.11; πλεονασμοὶ λαλιᾶς Plu.2.650e.    b surplus, PRyl.213.82 (pl., ii A. D.), Sammelb. 4296.7 (iv A. D.), etc.    2 usury, LXXLe.25.37, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(1).260, etc.    3 Rhet. and Gramm., use of redundant words, D.H.Dem.58, A.D.Synt.267.14, al.    b lengthening of clauses, opp. μείωσις, D.H.Comp.7.    4 repetition, Timae.71 (pl.).

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, Ueberfluß, Uebermaaß, Sp.; bes. Uebertreibung, Vergrößerung in der Erzählung, Pol. 12, 24, 1. 15, 36, 3; Plut. u. Sp. – Bei den Gramm. das Hinzufügen eines überflüssigen, nichts bedeutenden Wortes, eine bei den alten Gramm. häufige Erklärungsweise.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονασμός: ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, περίσσευμα, τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), τόκος. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ χρῆσις περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, ὑπερβολή, Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
surabondance, excès.
Étymologie: πλεονάζω.