ἀμνήμων: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμνήμων''': Δωρ. [[ἀμνάμων]], ον, γεν. ονος: - ὁ λησμονῶν, [[ἐπιλήσμων]], Πινδ. Ι. 7 (6). 24, Σοφ. Ἀποσπ. 780, Πλάτ.: τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 606, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1397, Ἀντιφῶν 115. 29· ἰδίως ὁ [[ἐπιλήσμων]] εὐεργεσίας, [[ἀχάριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 1. 2) παθ. λησμονημένος, λησμονηθείς, μὴ μνημονευθείς, Εὐρ. Φοίν. 64: - Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Κοσμᾶς Τοπογρ. ΙΙ. Ἀμνήμονες, οἱ, τὸ [[συμβούλιον]] τῶν 60 ἐν Κνίδῳ, Πλούτ. 2. 292Α. | |lstext='''ἀμνήμων''': Δωρ. [[ἀμνάμων]], ον, γεν. ονος: - ὁ λησμονῶν, [[ἐπιλήσμων]], Πινδ. Ι. 7 (6). 24, Σοφ. Ἀποσπ. 780, Πλάτ.: τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 606, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1397, Ἀντιφῶν 115. 29· ἰδίως ὁ [[ἐπιλήσμων]] εὐεργεσίας, [[ἀχάριστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 1. 2) παθ. λησμονημένος, λησμονηθείς, μὴ μνημονευθείς, Εὐρ. Φοίν. 64: - Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Κοσμᾶς Τοπογρ. ΙΙ. Ἀμνήμονες, οἱ, τὸ [[συμβούλιον]] τῶν 60 ἐν Κνίδῳ, Πλούτ. 2. 292Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> oublieux de, gén.;<br /><b>2</b> ingrat.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μνήμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἀμνάμων, ον, gen. ονος,
A unmindful, forgetful. Pi.I.7(6).17, S.Fr.920, Pl.Ti.88b; τινός of a person or thing, θεῶν A.Th. 606, cf. E.HF1397, Antipho 2.1.7; unmindful of kindness, ungrateful, Arist.EN1167b27. 2 Pass., forgotten, not mentioned, E.Ph.64. II Ἀμνήμονες, οἱ, council of 60 at Cnidus, Plu.2.292a.
German (Pape)
[Seite 126] ον, uneingedenk, vergeßlich, Pind. I. 6, 17: τινός, Aesch. Spt. 588; Eur. τύχη Phoen. 64; Herc. Fur. 1397: Plat. vrbdt es mit δυσμαθής. Tim. 88 b; Ep. VII, 344 a. – Aber Archimel. 2 (VII, 50) κείσῃ ἀμν., vergessen. – Adv. -μόνως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνήμων: Δωρ. ἀμνάμων, ον, γεν. ονος: - ὁ λησμονῶν, ἐπιλήσμων, Πινδ. Ι. 7 (6). 24, Σοφ. Ἀποσπ. 780, Πλάτ.: τινὸς Αἰσχύλ. Θ. 606, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1397, Ἀντιφῶν 115. 29· ἰδίως ὁ ἐπιλήσμων εὐεργεσίας, ἀχάριστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 7, 1. 2) παθ. λησμονημένος, λησμονηθείς, μὴ μνημονευθείς, Εὐρ. Φοίν. 64: - Ἐπίρρ. -μόνως, Κοσμᾶς Τοπογρ. ΙΙ. Ἀμνήμονες, οἱ, τὸ συμβούλιον τῶν 60 ἐν Κνίδῳ, Πλούτ. 2. 292Α.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 oublieux de, gén.;
2 ingrat.
Étymologie: ἀ, μνήμη.