τοιουτότροπος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοιουτότροπος''': -ον, ὁ [[τοιοῦτος]] τὸν τρόπον ἢ τὸ [[εἶδος]] [[τοιοῦτος]], [[ταῦτα]] καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· [[εἴτε]] τι [[ἄλλο]] τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο [[αὐτόθι]] 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.
|lstext='''τοιουτότροπος''': -ον, ὁ [[τοιοῦτος]] τὸν τρόπον ἢ τὸ [[εἶδος]] [[τοιοῦτος]], [[ταῦτα]] καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· [[εἴτε]] τι [[ἄλλο]] τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο [[αὐτόθι]] 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de telle sorte, de la même sorte.<br />'''Étymologie:''' [[τοιοῦτος]], [[τρόπος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιουτότροπος Medium diacritics: τοιουτότροπος Low diacritics: τοιουτότροπος Capitals: ΤΟΙΟΥΤΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: toioutótropos Transliteration B: toioutotropos Transliteration C: toioutotropos Beta Code: toiouto/tropos

English (LSJ)

ον,

   A of such fashion or kind, such-like, Hdt. 7.226, Hp.Prog.24, Art.42, Th.2.8,13, Pl.Lg.735e, Epicur.Ep.1p.29U., etc. Adv. τοιουτό-πως Hp.Art.44, Tz.ad Lyc.492, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1125] von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

τοιουτότροπος: -ον, ὁ τοιοῦτος τὸν τρόπον ἢ τὸ εἶδος τοιοῦτος, ταῦτα καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο αὐτόθι 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de telle sorte, de la même sorte.
Étymologie: τοιοῦτος, τρόπος.