περιπόνηρος: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπόνηρος''': -ον, [[λίαν]] [[πονηρός]], ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. [[περιφόρητος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.
|lstext='''περιπόνηρος''': -ον, [[λίαν]] [[πονηρός]], ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. [[περιφόρητος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très méchant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πονηρός]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόνηρος Medium diacritics: περιπόνηρος Low diacritics: περιπόνηρος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΝΗΡΟΣ
Transliteration A: peripónēros Transliteration B: periponēros Transliteration C: periponiros Beta Code: peripo/nhros

English (LSJ)

ον,

   A very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ἀρτέμων Ar.Ach.850.

German (Pape)

[Seite 589] sehr schlecht, Ar. Ach. 850.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόνηρος: -ον, λίαν πονηρός, ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. περιφόρητος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très méchant.
Étymologie: περί, πονηρός.