ὀψία: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψία''': Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, [[ἑσπέρα]], ἀντίθ. τῷ [[ὄρθρος]], [[συχνάκις]] συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[δείλη]] (ὃ ἴδε), [[δείλη]] ἦν [[ὀψία]] Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. [[ὄψιος]]. | |lstext='''ὀψία''': Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν [[μέρος]] τῆς ἡμέρας, [[ἑσπέρα]], ἀντίθ. τῷ [[ὄρθρος]], [[συχνάκις]] συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[δείλη]] (ὃ ἴδε), [[δείλη]] ἦν [[ὀψία]] Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. [[ὄψιος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ὥρα]];<br />dernière partie du jour, soir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη (sc. ὥρα), ἡ,
A the latter part of day, evening, opp. ὄρθρος, freq. joined with δείλη (q. v.), μέχρι δείλης ὀψίης Hdt.7.167; περὶ δείλην ὀ. Th.8.26; δείλης ὀ. late in the evening, D.57.9; ὀψίας alone, POxy.528.5 (ii A. D.).—Cf. ὄψιος.
German (Pape)
[Seite 432] ἡ, die Späte, der Abend, eigentlich fem. von ὄψιος (w. m. vgl.), sc. ὥρα, N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψία: Ἰων. -ίη (ἐξυπ. ὥρα), ἡ, τὸ πρὸς τὴν ἑσπέραν μέρος τῆς ἡμέρας, ἑσπέρα, ἀντίθ. τῷ ὄρθρος, συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ δείλη (ὃ ἴδε), δείλη ἦν ὀψία Ἡρόδ. 7. 167· περὶ δείλην ὀψίαν Θουκ. 8. 26· δείλης ὀψίας, «ἀργὰ τὸ βράδυ», Δημ. 1301. ἐν τέλ. πρβλ. ὄψιος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. ὥρα;
dernière partie du jour, soir.
Étymologie: ὄψιος.