ὕπαρξις: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕπαρξις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπάρχειν, ἀντίθετ. τῷ [[ἀνυπαρξία]], Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 16, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21, πρβλ. 3. 24, τῷ [[νόησις]], Πλούτ. 2. 1067C. 2) ἐν τῇ λογικῇ, [[ὕπαρξις]], ὀντότης, Ἀμμών. ἐν Bramdis Σχολ. 51a. 47. ΙΙ. [[οὐσία]], [[ὑπόστασις]], ἡ τοῦ κέρατος ὕπ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129. 2) ὡς τὰ ὑπάρχοντα, ἡ [[οὐσία]] ἢ [[περιουσία]], Πολύβ. 2. 17, 11, Διονύσ. Ἁλ. 7. 8, Διόδ. κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὕπαρξις]]· προγένεσις. ἡ [[οὐσία]]».
|lstext='''ὕπαρξις''': -εως, ἡ, τὸ ὑπάρχειν, ἀντίθετ. τῷ [[ἀνυπαρξία]], Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 16, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21, πρβλ. 3. 24, τῷ [[νόησις]], Πλούτ. 2. 1067C. 2) ἐν τῇ λογικῇ, [[ὕπαρξις]], ὀντότης, Ἀμμών. ἐν Bramdis Σχολ. 51a. 47. ΙΙ. [[οὐσία]], [[ὑπόστασις]], ἡ τοῦ κέρατος ὕπ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129. 2) ὡς τὰ ὑπάρχοντα, ἡ [[οὐσία]] ἢ [[περιουσία]], Πολύβ. 2. 17, 11, Διονύσ. Ἁλ. 7. 8, Διόδ. κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὕπαρξις]]· προγένεσις. ἡ [[οὐσία]]».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> existence;<br /><b>2</b> moyens d’existence, fortune, richesses.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαρξις Medium diacritics: ὕπαρξις Low diacritics: ύπαρξις Capitals: ΥΠΑΡΞΙΣ
Transliteration A: hýparxis Transliteration B: hyparxis Transliteration C: yparksis Beta Code: u(/parcis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A existence, reality, τοῦ θεοῦ Phld.Piet.114, cf. D.3.10; opp. ἀνυπαρξία, S.E.P.1.21, cf. 3.24; opp. νόησις, Plu.2.1067c, Gal.6.115; opp. ἀναίρεσις, A.D.Conj.221.17; εἴ τις . . ἐν οὐχ ὑπάρξει τὸν χρόνον λέγοι Plot.3.7.13.    2 in Logic, existence in a subject, Ammon. in Cat.6.16, al.    3 Gramm., τὰ τῆς ὑπάρξεως ῥήματα, = ὑπαρκτικὰ ῥ., A.D.Pron.25.2, cf. Stoic.2.46.    4 Math., positive term, λεῖψις ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθεῖσα ποιεῖ ὕπαρξιν Dioph.1 Def.9; cf. ὑπάρχω B. IV. 3.    II substance, ἡ τοῦ κέρατος ὕ. S.E.P.1.129.    2 like τὰ ὑπάρχοντα, substance, property, LXXPr.18.11, Plb.2.17.11, Phld.Oec.p.69 J. (pl.), D.H.7.8, D.S.20.71, Ep.Hebr.10.34, POxy. 1274.14 (iii A. D.); χρημάτων ὕ. Telesp.43 H.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαρξις: -εως, ἡ, τὸ ὑπάρχειν, ἀντίθετ. τῷ ἀνυπαρξία, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 16, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21, πρβλ. 3. 24, τῷ νόησις, Πλούτ. 2. 1067C. 2) ἐν τῇ λογικῇ, ὕπαρξις, ὀντότης, Ἀμμών. ἐν Bramdis Σχολ. 51a. 47. ΙΙ. οὐσία, ὑπόστασις, ἡ τοῦ κέρατος ὕπ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129. 2) ὡς τὰ ὑπάρχοντα, ἡ οὐσίαπεριουσία, Πολύβ. 2. 17, 11, Διονύσ. Ἁλ. 7. 8, Διόδ. κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρξις· προγένεσις. ἡ οὐσία».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 existence;
2 moyens d’existence, fortune, richesses.
Étymologie: ὑπάρχω.