φιλοεργός: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοεργός''': -όν, ἢ φιλόεργος, ον, (κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἀρκαδ., 87), ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, φιλεργός, [[ἐργατικός]], [[φιλόπονος]], Ἀνθ. Π. 6. 48., 7. 423, κλπ. ὑπερθ., 6. 288. | |lstext='''φῐλοεργός''': -όν, ἢ φιλόεργος, ον, (κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἀρκαδ., 87), ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, φιλεργός, [[ἐργατικός]], [[φιλόπονος]], Ἀνθ. Π. 6. 48., 7. 423, κλπ. ὑπερθ., 6. 288. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime le travail, industrieux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
όν, or φιλόεργος, ον,
A fond of work, industrious, κερκίς AP6.48, cf. 7.423 (Antip.Sid.): Sup., ib.6.288 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1279] oder φιλόεργος, arbeitliebend, arbeitsam; κερκίς Ep. ad. 116, 6 (VI, 48); Antp. Sid. 89 (VII, 423), u. öfter in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοεργός: -όν, ἢ φιλόεργος, ον, (κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἀρκαδ., 87), ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, φιλεργός, ἐργατικός, φιλόπονος, Ἀνθ. Π. 6. 48., 7. 423, κλπ. ὑπερθ., 6. 288.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le travail, industrieux.
Étymologie: φίλος, ἔργον.