θύμον: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θύμον''': ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3˙ πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4˙ γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283˙ [[ὡσαύτως]] [[θύμος]], ὁ, Διοσκ. 3. 44˙ θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226˙ - ὁ [[θύμος]], τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν [[αὐτοῦ]] ὀσμήν, ἢ [[διότι]] κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) [[μῖγμα]] θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253˙ [[ἔνθα]] ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. [[αὐτόθι]] 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[θύμον]]˙ τὸ [[σκόροδον]]», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας [[ὄπισθεν]] κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις [[σάρξ]] ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται [[θύμος]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16˙ [[ὡσαύτως]] καλεῖται [[σῦκον]]. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''θύμον''': ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3˙ πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4˙ γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283˙ [[ὡσαύτως]] [[θύμος]], ὁ, Διοσκ. 3. 44˙ θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226˙ - ὁ [[θύμος]], τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν [[αὐτοῦ]] ὀσμήν, ἢ [[διότι]] κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) [[μῖγμα]] θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253˙ [[ἔνθα]] ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. [[αὐτόθι]] 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[θύμον]]˙ τὸ [[σκόροδον]]», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας [[ὄπισθεν]] κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις [[σάρξ]] ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται [[θύμος]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16˙ [[ὡσαύτως]] καλεῖται [[σῦκον]]. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />thym, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό, Arist.HA626b21, Pr.925a9, Thphr.HP6.2.3.: dual
A θύμω Pherecr.167: pl., θύμα Eup.14.5, Antiph.179.4: gen. θύμων Ar.Pl.283; θυμέων AP9.226.2 (Zonas):—also θύμος, ὁ, Dsc.3.36:— Cretan thyme, Thymbra capitata, ll.cc., Hp.Vict.2.54, al.; τὸ μύρον φάσκειν οὐδὲν τοῦ θ. ἥδιον ὄζειν Thphr.Char.4.1. b a marine plant, Id.HP4.7.2. 2 mixture of thyme with honey and vinegar, eaten by the poor of Attica, Ar.Pl.253, cf. 283, Antiph.226.7, Luc.Fug.14, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1224] τό, = θύμος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θύμον: ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3˙ πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4˙ γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283˙ ὡσαύτως θύμος, ὁ, Διοσκ. 3. 44˙ θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226˙ - ὁ θύμος, τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν αὐτοῦ ὀσμήν, ἢ διότι κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) μῖγμα θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253˙ ἔνθα ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. αὐτόθι 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θύμον˙ τὸ σκόροδον», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας ὄπισθεν κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις σάρξ ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται θύμος» Πολυδ. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16˙ ὡσαύτως καλεῖται σῦκον. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
thym, plante.
Étymologie: θύω.