θήρευσις: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θήρευσις''': -εως, ἡ, τὸ [[κυνήγιον]], ἡ [[θήρα]], Πλάτ. Νόμ. 824Α: μεταφ., ὀνομάτων θηρεύσεις ὁ αὐτ., ἐν Θεαιτ. 166C. | |lstext='''θήρευσις''': -εως, ἡ, τὸ [[κυνήγιον]], ἡ [[θήρα]], Πλάτ. Νόμ. 824Α: μεταφ., ὀνομάτων θηρεύσεις ὁ αὐτ., ἐν Θεαιτ. 166C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de chasser, chasse, poursuite.<br />'''Étymologie:''' [[θηρεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hunting, the chase, πεζῶν ib.824a: metaph., ὀνομάτων θηρεύσεις Id.Tht.166c.
German (Pape)
[Seite 1209] ἡ, das Jagen; neben ἄγρα Plat. Legg. VII, 824 a; übertr., ὀνομάτων Theaet. 166 c.
Greek (Liddell-Scott)
θήρευσις: -εως, ἡ, τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Νόμ. 824Α: μεταφ., ὀνομάτων θηρεύσεις ὁ αὐτ., ἐν Θεαιτ. 166C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de chasser, chasse, poursuite.
Étymologie: θηρεύω.