παρακάλυμμα: Difference between revisions
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακάλυμμα''': τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ αὐτό, [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]], Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ [[σκότος]] προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., [[πρόφασις]], τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε. | |lstext='''παρακάλυμμα''': τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ αὐτό, [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]], Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ [[σκότος]] προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., [[πρόφασις]], τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couverture, voile, tapisserie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό,
A anything hung up beside or before so as to cover a thing, covering, curtain, Plu.Alex.51, etc. 2 metaph., veil, cloak, τῶν κακῶν Antiph.167; ἀφεγγὲς λήθης π. LXX Wi.17.3; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος J.AJ16.8.1; π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; excuse, pretext, τῇ λύρᾳ π. χρώμενος Id.Per.4; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας -καλύμματι Id.2.27e, cf. Ph.2.186.
German (Pape)
[Seite 481] τό, alles daneben, dabei oder daran Aufgehängte, Decke, Vorhang, Plut. Alex. 51 u. öfter; übertr., Vorwand, Beschönigung, τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος, Pericl. 4, vgl. Mar. 29 Ages. 37; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακάλυμμα: τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος ὥστε νὰ καλύπτῃ αὐτό, κάλυμμα, παραπέτασμα, Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., πρόφασις, τινος, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 couverture, voile, tapisserie;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρακαλύπτομαι.