ἀπαριθμέω: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαριθμέω''': ἀριθμῶ [[μετὰ]] προσοχῆς ἓν πρὸς ἕν, ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα Ξεν. Οἰκ. 9. 10· [[λογαριάζω]], ὑπολογίζω, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 35· μύθους ἀπ., ἐκ νέου ὑπολογίζω, εἰ καὶ καθ’ ἕκαστον [[εἶδος]], ἀπολαβόντες ἀπαριθμησαίμεθα τὰς δυνάμεις αὐτῶν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 2· [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψιν, πρὸ τοῦ μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7. ΙΙ. ὑπολογίζω ἢ πληρώνω ἐκ νέου, [[ἀνταποτίνω]], Ξεν. Κύρ. 3. 1, 42, Διον. Ἁλ. 4. 10, κτλ. | |lstext='''ἀπαριθμέω''': ἀριθμῶ [[μετὰ]] προσοχῆς ἓν πρὸς ἕν, ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα Ξεν. Οἰκ. 9. 10· [[λογαριάζω]], ὑπολογίζω, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 35· μύθους ἀπ., ἐκ νέου ὑπολογίζω, εἰ καὶ καθ’ ἕκαστον [[εἶδος]], ἀπολαβόντες ἀπαριθμησαίμεθα τὰς δυνάμεις αὐτῶν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 2· [[λαμβάνω]] ὑπ’ ὄψιν, πρὸ τοῦ μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7. ΙΙ. ὑπολογίζω ἢ πληρώνω ἐκ νέου, [[ἀνταποτίνω]], Ξεν. Κύρ. 3. 1, 42, Διον. Ἁλ. 4. 10, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀπαριθμήσω, <i>ao.</i> ἀπηρίθμησα, <i>pf.</i> ἀπηρίθμηκα;<br /><b>1</b> compter avec soin;<br /><b>2</b> compter en retour, restituer, payer une dette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀριθμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
A count over, take an inventory of, X.Oec.9.10; reckon up, Id.Cyr.5.2.35; μύθους ἀ. recount, Arist.Po.1453a18:—Pass., Ps.-Alex. Aphr.in SE64.11, al. II reckon or pay back, repay, X.Cyr.3.1.42, D H.4.10,etc. III Med., secure payment of a sum owing, IG1.32, cf. ib.22.1122; but, 2 = Act. in Men.Epit.164, cf. Alex.Aphr. in Top.422.3; ἀ. προγόνους δυνάστας Jul.Or.2.83b; enumerate, σοφῶν ὀνόματα Id.Gal.176b.
German (Pape)
[Seite 280] abzählen, einzeln herzählen, Isocr. 3, 12. 5, 26 u. A.; vom Gelde, ab-, zurückzahlen, Xen. Cyr. 3, 1, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαριθμέω: ἀριθμῶ μετὰ προσοχῆς ἓν πρὸς ἕν, ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα Ξεν. Οἰκ. 9. 10· λογαριάζω, ὑπολογίζω, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 35· μύθους ἀπ., ἐκ νέου ὑπολογίζω, εἰ καὶ καθ’ ἕκαστον εἶδος, ἀπολαβόντες ἀπαριθμησαίμεθα τὰς δυνάμεις αὐτῶν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 2· λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, πρὸ τοῦ μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7. ΙΙ. ὑπολογίζω ἢ πληρώνω ἐκ νέου, ἀνταποτίνω, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 42, Διον. Ἁλ. 4. 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀπαριθμήσω, ao. ἀπηρίθμησα, pf. ἀπηρίθμηκα;
1 compter avec soin;
2 compter en retour, restituer, payer une dette.
Étymologie: ἀπό, ἀριθμέω.