ὄρειος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[οὔρειος]], ὡς τὸ [[ὀρεινός]], ὁ τῶν ὀρέων ἢ εἰς τὰ ὄρη ἀνήκων, Νύμφην οὐρείην Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 244, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ὁ Ἰων. [[οὗτος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις, Σοφ. Ἀντ. 352, Εὐρ. Ι. Τ. 127, 1126, Φοίν. 806, κτλ.· ἀλλὰ [[ὄρειος]] ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 497, Σοφ. Φιλ. 937· Μήτηρ ὀρεία, ἐπὶ τῆς Ρέας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 746· - παρὰ πεζογράφοις, ὄρειοί τινες ... νομῆς Πλάτ. Νόμ. 677Β, πρβλ. Κριτί. 109D ἀντίθετον τῷ ἀγροῖκος, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30.
|lstext='''ὄρειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[οὔρειος]], ὡς τὸ [[ὀρεινός]], ὁ τῶν ὀρέων ἢ εἰς τὰ ὄρη ἀνήκων, Νύμφην οὐρείην Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 244, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ὁ Ἰων. [[οὗτος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις, Σοφ. Ἀντ. 352, Εὐρ. Ι. Τ. 127, 1126, Φοίν. 806, κτλ.· ἀλλὰ [[ὄρειος]] ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 497, Σοφ. Φιλ. 937· Μήτηρ ὀρεία, ἐπὶ τῆς Ρέας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 746· - παρὰ πεζογράφοις, ὄρειοί τινες ... νομῆς Πλάτ. Νόμ. 677Β, πρβλ. Κριτί. 109D ἀντίθετον τῷ ἀγροῖκος, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de montagne;<br /><b>2</b> de montagnard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρειος Medium diacritics: ὄρειος Low diacritics: όρειος Capitals: ΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: óreios Transliteration B: oreios Transliteration C: oreios Beta Code: o)/reios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Plu.2.965c, Luc.Demon.2, DDeor.20.3 ; Ep. οὔρειος:—

   A of or from the mountains, mountain-haunting, νύμφην οὐρείην h.Merc.244, cf. Hes.Fr.198, Phoronis 2 ; this Ep. form is also used by Trag. and Com. in lyr., S.Ant.352, E.IT127,1126, Ph.806, Ar.Av.1098, etc.; but ὄρειος (which is not only Att. but Ion., v. infr.) in trim., as in A.Ag.497, S.Ph.937 ; Μήτηρ ὀρεία, of Rhea, Ar.Av.746 (lyr.); Ion. gen., Μητρὸς Ὀρέης IG12(7).75 (Amorgos); Ion.acc. pl., πέτρας ὀρείας Hippon.35.5 : in Prose, ὄρειοί τινες . . νομῆς Pl.Lg.677b, cf. Criti.109d ; opp. ἄγροικος, of animals, Arist.HA488b2 ; so ὀρειότερος Opp.C.2.22.

German (Pape)

[Seite 371] auch 2 Endgn, = ὀρεινός, im Gebirge sich aufhaltend; ὀρειᾶν Πελειάδων, Pind. N. 2, 11; ὕλη, Aesch. Ag. 483; θῆρες, die Thiere des Gebirges, Soph. Phil. 925; ποίμνια, O. R. 1028; Eur. Suppl. 49 u. öfter; δρυμός, Bergwald, Hipp. 1127; θεά, Rhian. 9 (VI, 173), von der Rhea, wie Eur. Hel. 1317; Ar. Av. 746; νάπαι, ib. 740; γένος, νομῆς, Plat. Critia. 109 d; Legg. III, 677 b; λαγωοί, Xen. Cyn. 5, 17; Sp., γυνή, Luc. D. D. 20, 3; auch vom Orte, gebirgig, Λοκρῶν ὄρειοι πρῶνες, Soph. Trach. 785; in ion. Form οὔρειος, H. h. Merc. 244.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. οὔρειος, ὡς τὸ ὀρεινός, ὁ τῶν ὀρέων ἢ εἰς τὰ ὄρη ἀνήκων, Νύμφην οὐρείην Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 244, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ὁ Ἰων. οὗτος τύπος εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις, Σοφ. Ἀντ. 352, Εὐρ. Ι. Τ. 127, 1126, Φοίν. 806, κτλ.· ἀλλὰ ὄρειος ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 497, Σοφ. Φιλ. 937· Μήτηρ ὀρεία, ἐπὶ τῆς Ρέας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 746· - παρὰ πεζογράφοις, ὄρειοί τινες ... νομῆς Πλάτ. Νόμ. 677Β, πρβλ. Κριτί. 109D ἀντίθετον τῷ ἀγροῖκος, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 de montagne;
2 de montagnard.
Étymologie: ὄρος.