συνέψω: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνέψω''': μέλλ. -εψήσω, ἕψω, [[βράζω]] [[ὁμοῦ]], οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ [[χελώνη]] νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι [[ὁμοῦ]], χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. [[ἑψέω]]· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας. | |lstext='''συνέψω''': μέλλ. -εψήσω, ἕψω, [[βράζω]] [[ὁμοῦ]], οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ [[χελώνη]] νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι [[ὁμοῦ]], χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. [[ἑψέω]]· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire cuire avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕψω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
aor.
A -έψησα SIG1171.16 (Lebena):—boil together, [κράμβῃ] τὰ λιπαρὰ τῶν κρεῶν Dsc.2.122, cf. PHolm.21.33, etc.; of the coction of humours, Hp.VM19 (Pass.); of digestion, Id.Vict.3.79; of urine retained and heating in the bladder, Id.Aër.9; of heat, cause to ferment, Thphr.CP1.21.2 (Pass.), etc.:—Pass., to be boiled together, Arist.Fr.110, Luc.JTr.30, Sor.2.13, Gal.13.39; to be boiled or smelted with, χαλκῷ Arist.Mir.835a11; κρέασι Thphr.HP9.18.2.--The pres. συνεψέω occurs in late writers, Gal.Vict.Att.115, Id.15.692, Aret.CA 1.2 (Pass.), Alex.Trall.Febr.3, Gp.8.36.2; cf. ἕψω: aor. συνῆψας is corrupt in Timocl.21.4 (leg. αἷσιν ἧψες).
German (Pape)
[Seite 1022] (s. ἕψω), mit od. zugleich kochen; Theophr.; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνέψω: μέλλ. -εψήσω, ἕψω, βράζω ὁμοῦ, οὐκ ἄρνεια κρέα καὶ χελώνη νῦν ἐν Λυδίᾳ ξυνέψεται Λουκ. Ζεὺς Τραγῳδ. 30, Γαλην. τῶν κατὰ Τόπ. 7, Διοσκ. 2. 148, κτλ.· ― ἐπὶ τῆς ἀφομοιώσεως τῶν χυμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἐπὶ οὔρων διαμενόντων ἐν τῇ κύστει καὶ θερμαινομένων, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 286· ― ἐπὶ θερμότητος, προξενῶ ζύμωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 2, κτλ. ― Παθητ., βράζομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105· βράζομαι ἢ χωνεύομαι, τήκομαι ὁμοῦ, χαλκῷ ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 62. ― Ὁ ἐνεστ. συνεψέω ἢ -άω ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε ἐν λ. ἑψέω· ὁ πλημμελὴς ἀόρ. συνῆψας ἐν Τιμοκλ. «Λήθῃ» 1, διωρθώθῃ ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἧψες, ἐν αἷσιν ἧψες ἀντὶ τοῦ ἐν αἷς συνῆψας.